Βριλήσσια-"Μανταρίνια" την Τετάρτη από το Cine - Δράση

2016-03-28 17:06

Μια εξαιρετικά επίκαιρη ταινία του 2013 από την Εσθονία-Γεωργία. Τετάρτη 30 Μαρτίου, 8.15 το βράδυ, ΤΥΠΕΤ.

Η ταινία είναι ένας λυρικός, τρυφερός, συγκινητικός, συνδυασμός εθνικού και προσωπικού δράματος, μια αλληγορία για την μεγαλύτερή απώλεια του πολέμου: το χάσιμο της ανθρωπιάς. Δεν είναι πολεμική, ούτε περιπέτεια αν και διαθέτει τέτοια στοιχεία. Δεν έχει σεξ, δεν έχει περίπλοκη υπόθεση, ούτε πολυπρόσωπο καστ. Με μόλις τέσσερα κύρια πρόσωπα καταφέρνει να αφηγηθεί μια ιστορία που σκιαγραφεί τον παραλογισμό του πολέμου και θέτει προφανή ανθρωπιστικά και αντιπολεμικά ερωτήματα και άλλα πιο βαθιά όπως η έννοια της πατρίδας του δικαίου, της πίστης και της ελευθερίας.

Αντιτάσσει τη φρόνηση ενάντια στην τυφλή βία, διαθέτει τίμια συναισθηματική ειλικρίνεια και ρεαλισμό, διανθισμένα με χιούμορ, συγκίνηση και αισιοδοξία που προκύπτει από το γεγονός ότι υπάρχει πάντα κάποιος, μέσα στα συντρίμμια του πολέμου, που αντιστέκεται στην αισχρότητα, την οδύνη και το σπαραγμό.

Η ιστορία έχει ως εξής: Βρισκόμαστε στο 1992, στη Δημοκρατία της Αμπχαζίας, στη Μαύρη Θάλασσα. Ακολουθώντας το αποσχιστικό κύμα που διέλυσε την πρώην Σοβιετική Ένωση και κατέστρεψε οικονομικά και κοινωνικά τις δημοκρατίες και τις επί μέρους εθνότητες που την αποτελούσαν, η Αμπχαζία -οι κάτοικοι της οποίας είναι Μουσουλμάνοι- επιδιώκει να αυτονομηθεί από την Γεωργία, ο πληθυσμός της οποίας είναι Χριστιανικός. Φονταμενταλισμοί, εθνικισμοί, φυλετικοί ρατσισμοί, τεχνητές διαιρέσεις, τεχνητά μίση και τεχνητοί (μισθοφορικοί) στρατοί, οδηγούν τα πράγματα στο απροχώρητο. Και επειδή κανένας δεν υποχωρεί από τις θέσεις του ένας σκληρός και βίαιος πόλεμος προκύπτει ανάμεσα στις δυο χώρες. Σε απόσταση αναπνοής από το κέντρο των πολεμικών επιχειρήσεων, βρίσκεται ένα ερειπωμένο χωριό, που κατοικούνταν κυρίως από Εσθονούς, η πλειοψηφία των οποίων το έχει εγκαταλείψει και έχει επιστρέψει στην Εσθονία. Τώρα έχουν απομείνει μόνον δύο άνθρωποι - σύμβολα της αξιοπρεπούς δυστυχίας κάθε πολίτη που βλέπει τον τόπο του να ρημάζεται.

Ο σοφός Ίβο, ένας φιλήσυχος, ειρηνιστής και γενναιόδωρος ηλικιωμένος μαραγκός, που είναι αποφασισμένος να μείνει για πάντα εκεί, έστω και αν είναι ο τελευταίος και μοναδικός άνθρωπος στο χωριό και ο φίλος του, ο καλλιεργητής Μάρκους, που επιθυμεί να φύγει αφού όμως προηγουμένως μαζέψει τη σοδειά από τις μανταρινιές του. «Όχι τόσο για τα χρήματα, τα οποία, ναι, θα είναι πολλά, αλλά γιατί είναι κρίμα να πεταχτούν τα μανταρίνια», λέει. Ο Ίβο μένει ουδέτερος, δεν επιλέγει πλευρά ως προς την πολεμική διένεξη αλλά κρατά βαθιά αντιπολεμική στάση, η οποία πηγάζει από τα αντανακλαστικά του για επιβίωση, την ανάγκη του να περιποιηθεί τη γη του, αλλά και από προσωπικά, οικογενειακά, τραυματικά βιώματα. Μετά από μια πολεμική σύγκρουση πολύ κοντά στο όμορφο περιβόλι οι δύο φίλοι βρίσκουν και ο Ίβο περιθάλπει στο σπιτικό του δύο βαριά τραυματισμένους αντιπάλους, τον Τσετσένο μισθοφόρο Άχμεντ, που πολεμά στο πλευρό των Αμπχάζιων και τον Γεωργιανό Νίκο. Οι δύο ορκισμένοι εχθροί διεξάγουν στην αρχή τις δικές τους «πολεμικές επιχειρήσεις», κάτω από την κοινή, τώρα, στέγη τους. Αλλά ο Ίβο παρεμβαίνει αποφασιστικά. Κηρύσσει το χώρο «ζώνη αναγκαστικής ανακωχής» και τους απαγορεύει να λύσουν τις θρησκευτικές και εθνικές διαφορές τους μέσα στο σπίτι του. Μια απαγόρευση που κάνει ό,τι περνάει από το χέρι του για να την διασφαλίσει. Οι δύο αντίπαλοι μένουν χωρίς επιλογές, σχεδόν σε ομηρία, με επιδιαιτητή ένα γέροντα. Σταδιακά οι σωματικές πληγές τους γιατρεύονται και το αρχικό μίσος που τους χωρίζει, δίνει τη θέση του στην κατανόηση. Κάτι η επιμονή του Ίβο, κάτι οι ίδιες οι εξελίξεις υπενθυμίζουν το αυτονόητο: ότι εκεί, σε μια πανέμορφη γωνιά της γης, μέσα στο όργιο της δημιουργίας οι άνθρωποι μπορούν να επιζήσουν απλά, όμορφα και κυρίως ειρηνικά και αρμονικά.

Η σκηνοθεσία του Zaza Urushadze είναι απλή, λιτή, διακριτική, γεμάτη λεπτομέρειες και σασπένς. Το σενάριο κερδίζει σε αληθοφάνεια και αγωνία. Η κάμερα και οι πρωταγωνιστές είναι τοποθετημένοι σε ελάχιστα μέρη: το μικρό, αλλά γεμάτο φιλοξενία και καλοσύνη σπίτι του ΊΒο, τα λασπωμένα από την ασταμάτητη βροχή δρομάκια γύρω από το σπίτι, τα χωράφια με τις μανταρινιές που σχεδόν πρωταγωνιστούν στην ταινία. Μέσα σε αυτή τη "φτωχογειτονιά" όμως, υπάρχουν καλοστημένοι χαρακτήρες, πλούσιες, εκφραστικές και λιτές ερμηνείες και από τους τέσσερις πρωταγωνιστές, ιδιαίτερα τον Lembit Ulfsak, που υποδύεται τον Ίβο και ουσιαστικά δίνει τον παλμό της ταινίας. Ανθρώπινο σινεμά, που δεν κραυγάζει, δεν μιλάει για υπερήρωες αλλά για σκέψεις και αισθήματα και μαλακώνει το μυαλό, την καρδιά και τα μάτια. Τα πάντα συμβαίνουν φυσικά, παρόλο που βρισκόμαστε σε πολεμικές συνθήκες. Οι άνθρωποι ζουν, αναπνέουν, πονάνε, ερωτεύονται (και ας έχει ο έρωτας τη μορφή μιας φωτογραφίας σε ένα μικρό κάδρο), πεθαίνουν και μισούν. Μόνον το μίσος, λέει ο σκηνοθέτης, προκύπτει τεχνητά. Οι εχθροί δεν έχουν τίποτε να χωρίσουν κι ας πιστεύουν σε άλλο θεό, κι ας έχουν διαφορετική πατρίδα.

Υποψήφια για έναν μεγάλο αριθμό κινηματογραφικών βραβείων, ανάμεσα τους αυτό της Χρυσής Σφαίρας και του Όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας (2013), τα «Mανταρίνια» αποτελούν μια σπουδαία ταινία, τοποθετημένη σε ένα πολύ ενδιαφέρον ιστορικό πλαίσιο.


Παραγωγή 2013. Διάρκεια: 87’. Σκηνοθεσία - Σενάριο: Zaza Urushadze. Πρωταγωνιστούν: Lembit Ulfsak, Elmo Nüganen, Giorgi Nakashidze, Mikheil Meskhi, Raivo Trass.