Κώστας Λάνταβος: συνέντευξη στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη

2016-05-05 15:26
Τα μάτια του μικρού θεού Κώστας Λάνταβος Αρμός


Ο Κώστας Λάνταβος γεννήθηκε στην Τερψιθέα της Λάρισας. Σπούδασε ιατρική στο πανεπιστήμιο Αθηνών και ειδικεύτηκε στην παθολογία, την οποία ασκεί στη Λάρισα. Οι πρώτες του ποιητικές συλλογές ήταν: Πορεία (1980), Χαμαιλέοντες και σαλτιμπάγκοι (1985), Νυκτόβιος συλλέκτης (1989), Το σπάταλο φως (1993), Εκ Θεού αντιμισθία (1997). Συμμετείχε στην έκδοση του λογοτεχνικού περιοδικού Γραφή. Μετέφρασε στα ελληνικά ποιήματα των Ουίλιαμ Μπλέικ, Έζρα Πάουντ, κ.ά. και ασχολήθηκε με την κριτική βιβλίου.

Ποια ήταν τα πρώτα σας διαβάσματα;
Ο Παλαμάς, ο Βαλαωρίτης και οι λοιποί της παλαμικής σχολής που υπήρχαν στα σχολικά βιβλία. Το πρώτο εξωσχολικό βιβλίο που διάβασα –δε θα το πιστέψετε– ήταν τα Άπαντα του Κάριλ Τσέσμαν. Ενός Αμερικανού θανατοποινίτη της δεκαετίας του ‘50 που είχε καταφέρει να σπουδάσει νομικά μέσα από τη φυλακή και κατόρθωνε να κερδίζει αναβολές της εκτέλεσής του, τόσες που συγκίνησε τη διεθνή κοινότητα και πολλοί ήταν αυτοί που ζητούσαν να του δοθεί χάρη. Μέχρι κι ο Πρόεδρος της Γαλλίας στρατηγός Ντε Γκώλ είχε ζητήσει τη μετατροπή της ποινής του σε ισόβια κάθειρξη. Τελικά εκτελέστηκε. Το βιβλίο μού το αγόρασε ο αδελφός μου, που έβλεπε τη δίψα για διάβασμα. Τώρα, πώς και γιατί διάλεξε αυτό το βιβλίο, ποτέ δεν το κατάλαβα. Ουσιαστικά το πρώτο μου «επίσημο» ανάγνωσμα ήταν Η Παναγία των Παρισίων του Β. Ουγκώ και το δεύτερο η Νανά του Ζολά. Από ποίηση, το πρώτο βιβλίο που αγόρασα ήταν οι Προσανατολισμοί του Ελύτη στις εκδόσεις Γαλαξίας.

Ποιοι ποιητές σας επηρέασαν;
Ο Σεφέρης κι ο Καβάφης. Ο πρώτος κυρίως ως πνευματική προσωπικότητα, ως ο υπεύθυνος και απαιτητικός ποιητής. Και με γοητεύει ακόμα αυτός ο καημός της ρωμιοσύνης που κουβαλούσε. Ο Καβάφης ως ποιητής του ελάσσονος ταλέντου, αλλά των μέγιστων ποιητικών κατακτήσεων. Αλλά ο Ελύτης με βοήθησε πολύ από πλευράς αισθητικής. Τον αγαπώ γιατί ήταν ο μόνος που αξιοποίησε έξυπνα τον σουρεαλισμό. Πήρε μόνο τα στοιχεία εκείνα που έδιναν καινούργιο αέρα στην ποίησή του. Ο Λειβαδίτης με γοητεύει πιο πολύ από τον Ρίτσο, αλλά ο χειμαρρώδης και πλατυάζων στίχος του δεν μου πάει. Από τεχνικής απόψεως μου ταιριάζουν ποιητές της μεγαλύτερης δυνατής συμπύκνωσης. Από τους ξένους με επηρέασε ο Πάουλ Τσέλαν, ο Ουγκαρέττι, ο Χιμένεθ, ο Ρενέ Σαρ κι Ρομπέρ Ντεσνός. Ποιητές του αισθήματος και του στοχασμού συνάμα.

ta matia tou mikrou theou lantavos

Πότε ξεκίνησε το ταξίδι σας στην συγγραφή;
Στην ηλικία των 14 χρόνων άρχισε να με γοητεύει το παιγνίδι με τις λέξεις, το οποίο αργότερα διαπίστωσα πως ήταν παιγνίδι ψυχοφθόρο, επικίνδυνο αλλά και λυτρωτικό. Σταμάτησα να γράφω μέχρι την εισαγωγή μου στο Πανεπιστήμιο. Στη διάρκεια των σπουδών μου, διάβαζα μετά μανίας και διαφορετικά πράγματα. Θυμάμαι, στο δεύτερο έτος, μια Κυριακή πρωί άρχισα να διαβάζω την βιογραφία του Βαν Γκογκ. Τόσο με συνεπήρε ο πονεμένος του βίος που ξέχασα το μεσημέρι να βγω για φαγητό. Τελείωσα το βιβλίο και ύστερα πήγα να φάω. Στο πέμπτο έτος αποφάσισα τελικώς πως δεν γίνεται ν’ αποφύγω την ποίηση. Παραδόθηκα στην εξουσία της και περιμάζεψα τα διαβάσματά μου στον χώρο, σχεδόν εμμονικά, της λογοτεχνίας.

Ποια ήταν η αφορμή για να εκδοθεί η ποιητική συλλογή Τα μάτια του μικρού θεού;
Μια συλλογή ενός Πέρση ποιητή, ονόματι Said που ζει στο Μόναχο και γράφει στη γερμανική γλώσσα. Έπεσε στα χέρια μου η συλλογή Χαιρετισμοί, που ουσιαστικά ο ποιητής συνομιλεί με τον Θεό και του τα λέει έξω από τα δόντια για την επί γης αδικία. Σκέφτηκα λοιπόν –υποσυνείδητα το ήθελα από καιρό– να συνομιλήσω με τον Άνθρωπο και να του πω τι σκέφτομαι για τη συνύπαρξή μας.

Γράφετε «Άνθρωπε μην απομακρύνεσαι... ή λησμονείς πώς όλοι ερχόμαστε από την ίδια μοναξιά». Γιατί τα σπίτια των ανθρώπων είναι τόσο κοντά και οι ψυχές τους μακριά;
Γιατί φοβόμαστε τον «άλλο» που είναι, λειτουργεί, ως ο καθρέφτης της ψυχής μας. Κατ’ ουσίαν φοβόμαστε τον ίδιο μας τον εαυτό, δεν θέλουμε να τον αντιμετωπίσουμε ενώπιος ενωπίω. Κι αυτό είναι το δράμα της ζωής μας. Ενώ από τη φύση μας είμαστε κοινωνικά όντα –γι’ αυτό άλλωστε οι πρώτοι άνθρωποι κατέληξαν στην ομαδική συμβίωση–, θέλουμε να κοινωνήσουμε τις αγωνίες και προβλήματά μας, από την άλλη όμως τρέμουμε να «ξεγυμνωθούμε», μην ταπεινωθούμε ενώπιον των άλλων. Γι’ αυτό λέω «όλοι ερχόμαστε από την ίδια μοναξιά». Είμαστε ίδιοι, θέλω να πω, προς τι η ντροπή κι ο φόβος της ταπείνωσης; Εξάλλου η άκρα ταπείνωση αποκαθαίρει, λυτρώνει τον άνθρωπο.

Πώς γίνεται τα ποιήματά σας να μας αγγίζουν μέσα στο βάθος της ψυχής και της καρδιάς;
Ευχαριστώ που το λέτε εσείς. Μακάρι να συμβαίνει έτσι. Γιατί διαφορετικά ματαιοπονούμε.

Αλλά οσάκις συμβαίνει το θαύμα της επικοινωνίας, σημαίνει πως ο ποιητής έχει αγγίξει «το μέσα χάος» της ψυχής του αναγνώστη. Έχει βρει τα κλειδιά να ανοίξει τις διπλαμπαρωμένες πόρτες τού νου και της καρδιάς. Και η ποίηση επιτελεί το θαυμαστό της έργο όταν «μιλάει» σε πολλούς ανθρώπους, αλλά με διαφορετικό τρόπο στον καθένα. Όταν αγγίζει διαφορετικές πτυχές του καθενός μας.  

Ποίηση που «που λέει τα ίδια σε όλους», που είναι μονοσήμαντη εννοώ, δεν είναι σημαντική ποίηση.

Στην εποχή μας με τα τόσα προβλήματα μπορεί ακόμη η ποίηση να μας βοηθήσει να ανεβούμε λίγο ψηλότερα;
Σε κάθε εποχή η ποίηση βοηθάει. Δεν λύνει προβλήματα. Αλλά ενισχύει την πεποίθησή μας πως αξίζει να προσπαθήσουμε να χαρούμε το δώρο της ζωής. Και χαιρόμαστε τη ζωή, όταν ανεβαίνουμε ψηλότερα. Δηλαδή όταν γινόμαστε γαλήνιοι, επιεικείς και συγκαταβατικοί με ό,τι φέρνει η ζωή. 

Η ποίηση δεν μπορεί να λύσει κοινωνικά προβλήματα, αλλά δύναται να βοηθήσει το κοινωνικό γίγνεσθαι, βελτιώνοντας τον καθένα άνθρωπο ξεχωριστά. Και «βελτιωμένοι» άνθρωποι, καλύτεροι άνθρωποι δηλαδή, μπορούν να ωθήσουν σε σωστότερο δρόμο τις κοινωνίες. Εμμέσως λοιπόν μπορεί να βοηθήσει η ποίηση την κοινότητα, άμεσα μόνο τον μεμονωμένο άνθρωπο.  

Έχετε διαγράψει μια σπουδαία πορεία όχι μόνο μέσα από την ποίηση αλλά και ως υπεύθυνος ενός εξαίρετου έντυπου περιοδικού που ονομαζόταν Γραφή. Τι σας έμεινε από αυτή τη διαδρομή;
Η Γραφή υπήρξε ένα μοναδικό σχολείο. Μου έμαθε να παίρνω ευθύνες, κυρίως γιατί με ανάγκαζε να «επιλέγω». Μου δίδαξε την οδό της συνεργασίας και της συλλογικότητας. Μ’ έφερε σε επαφή με σπουδαία κείμενα και έξοχους ποιητές και συγγραφείς. Και κυρίως οριοθέτησε ποιοτικά τα λογοτεχνικά πράγματα στην πόλη μου. Τράβηξε μια διαχωριστική γραμμή μεταξύ της λογοτεχνικής ποιότητας και της παραλογοτεχνίας. Κι αυτό λίγο δεν ήταν.

Σήμερα τι υπάρχει ως συνέχεια αυτής της προσπάθειας και ποια είναι η πνευματική κίνηση στην πόλη που διαμένετε, τη Λάρισα;
Από το 2004 που μας «έδιωξαν», η Γραφή –το περιοδικό χρηματοδοτούσε ο Δήμος– συνέχισε να εκδίδεται υπό άλλη διεύθυνση. Έβγαζαν ένα τεύχος τον χρόνο και κινούνταν στο χώρο της «επαρχιώτικης παραλογοτεχνίας». Εδώ και τρία σχεδόν χρόνια μια ομάδα νέων ποιητών εκδίδει το πολύ καλό περιοδικό ΘΡΑΚΑ. Το διευθύνει ο ταλαντούχος ποιητής Θάνος Γώγος και πράγματι συνεχίζει το έργο της Γραφής.

Πριν λίγα χρόνια η ποίηση ή τα βιβλία εκδίδονταν μόνο σε έντυπη μορφή. Σήμερα που υπάρχουν οικονομικά προβλήματα, δεν θα μπορούσε το Ίντερνετ να αποτελέσει μία διέξοδο ή μια κατάθεση ψυχής για τους στίχους των νέων που γράφουν ποίηση;
Ναι, θα μπορούσε. Όμως βλέπω με χαρά μου ότι το βιβλίο κέρδισε τη μάχη έναντι των ψηφιακών εκδόσεων. Γιατί το βιβλίο είναι άλλη σχέση κι ο αναγνώστης θέλει να το κρατάει στα χέρια του. Δεν βολεύεται να διαβάζει από τον υπολογιστή. Και βλέπω τους νέους λογοτέχνες να θέλουν όλοι την έντυπη έκδοση, λίγοι προτιμούν την ψηφιακή γιατί ξέρουν ότι χάνουν αναγνώστες. Είναι άλλο πράγμα να παίρνεις το βιβλίο στα χέρια σου, να το ανοίγεις, να αναπνέεις τη μυρουδιά του, να το ξεφυλλίζεις, κι ύστερα σελίδα-σελίδα να χώνεσαι βαθιά στον μύθο του και τα νοήματά του. Είναι μια κατά κάποιον τρόπο ερωτική σχέση.

Ποιους ποιητές θα μας προτείνατε να διαβάσουμε σήμερα;
Τάσο Λειβαδίτη. Όσο τον διαβάζω τόσο περισσότερο πείθομαι πως είναι μεγάλος ποιητής που τον «αδίκησε» η έντονη παρουσία του Ρίτσου. Αντώνη Φωστιέρη, που όσο μεγαλώνει τόσο ψηλότερα ανεβαίνει. Νίκο Καρούζο, που όσο κι αν είναι άνισος, σε αρκετά ποιήματα πέτυχε υψηλές πτήσεις. Ορέστη Αλεξάκη και Διονύση Καρατζά, που ζει στην Πάτρα. Ο καλύτερος λυρικός ποιητής που έχουμε. Η Κική Δημουλά είναι πολύ καλή ποιήτρια, αλλά δεν θα την συνιστούσα στους νέους ποιητές γιατί είναι «κακή επιρροή». Με την έννοια ότι κινδυνεύουν να την αντιγράψουν κι αν πέσουν σ’ αυτήν την παγίδα, αλίμονο. Η Δημουλά είναι κάτι ανάλογο με τον Καβάφη. Δεν αντιγράφονται. Σε προδίδουν, γιατί είναι τόσο ιδιαίτεροι.

Ποια ποιητική συλλογή έχετε δίπλα στο μαξιλάρι σας;
Τους Προσανατολισμούς του Ελύτη.

Ένα αγαπημένο ποίημα;
«Ο τελευταίος σταθμός» του Σεφέρη.

Τα μάτια του μικρού θεού
Κώστας Λάνταβος
Αρμός
64 σελ.
ISBN 978-960-527-910-3
Τιμή € 8,00
001 patakis eshop

Πηγή : diastixo.gr