Κώστας Αρκουδέας: συνέντευξη στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη

2016-02-05 15:43
Κώστας Αρκουδέας


Ο Κώστας Αρκουδέας γεννήθηκε στην Αθήνα το 1958. Έπειτα από πολλές περιπλανήσεις, επέστρεψε στην πρωτεύουσα και εργάστηκε στο Υπουργείο Πολιτισμού, στο οποίο παραμένει μέχρι σήμερα. Πρωτοεμφανίστηκε στα Γράμματα το 1986, με τη συλλογή διηγημάτων Άσ’ τον Μπομπ Μάρλεϋ να περιμένει, κι έκτοτε δημοσίευσε πολλά έργα – μυθιστορήματα, νουβέλες, συλλογές διηγημάτων και ένα παραμύθι. Το τελευταίο του βιβλίο, Το χαμένο Νόμπελ, μας έδωσε την αφορμή να συνομιλήσουμε μαζί του.

Διαβάζοντας το βιβλίο σας ταξίδεψα στον περασμένο αιώνα, όταν άρχισε το κυνήγι της βράβευσης του συγγραφικού έργου. Πρέπει να ενδιαφέρει τον συγγραφέα να βραβευτεί το έργο του;

Κανείς δεν έγινε καλύτερος συγγραφέας κατακτώντας βραβεία. Το αντίθετο, μάλιστα. Κάποιοι πίστεψαν ότι έφτασαν κάπου και επαναπαύτηκαν, χάνοντας τον οίστρο τους, την ορμή τους. Ωστόσο, ας μην αφορίζουμε συλλήβδην τα βραβεία, καθώς υπάρχουν και θετικές πλευρές. Είναι ένας τρόπος αναγνώρισης των κόπων του συγγραφέα, ένα μέσο ενθάρρυνσης, ιδίως όταν είναι νέος σε ηλικία. Εξαρτάται από πού προέρχεται η βράβευση.

Υπάρχουν βραβεία που λαμβάνει ο συγγραφέας από τη χώρα του, τα οποία έχουν ξεχωριστή αξία. Ποια είναι τα σημαντικότερα στην Ελλάδα;

Το Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας ξεχωρίζει, καθώς πρόκειται για έναν θεσμό κύρους από το 1956 μέχρι σήμερα, κατά τον οποίο βραβεύτηκαν πολλοί από τους μεγάλους μας συγγραφείς, όχι όλοι, αφού βλέπει κανείς να απουσιάζουν ονόματα όπως εκείνο του Γιώργου Σεφέρη. Στον ιδιωτικό τομέα ξεχώριζαν για πολλά χρόνια τα βραβεία του περιοδικού Διαβάζω, τα οποία σήμερα προσπαθούν να υποκαταστήσουν τα βραβεία του περιοδικού Ο Αναγνώστης.

Ήταν συντονισμένες οι ενέργειες της ελληνικής Πολιτείας για τους δυο υποψήφιους, με τη διαφορά πως ήταν συντονισμένες εναντίον τους. Τους θεωρούσαν ερυθρούς ριζοσπάστες. Έκαναν ό,τι περνούσε από το χέρι τους για να μην κατακτήσουν το μεγάλο αυτό βραβείο.

Τα τελευταία χρόνια ακούμε και για άλλα βραβεία που δίνονται σε συγγραφείς στο εξωτερικό. Μπορείτε να αναφέρετε μερικά από αυτά;

Το βραβείο της Πριγκίπισσας της Αστούριας τείνει να βραβεύει συγγραφείς που έχουν αδικηθεί από το Νόμπελ Λογοτεχνίας, όπως ο Φίλιπ Ροθ και ο Ισμαήλ Κανταρέ. Υπάρχει επίσης και το Βραβείο Λογοτεχνίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που δίδεται σε νέους λογοτέχνες και το οποίο κατέκτησε πέρυσι ο Μάκης Τσίτας με το βιβλίο του Μάρτυς μου ο Θεός.

Γιατί το βραβείο Νόμπελ είναι από τα σπουδαιότερα στον κόσμο;

Η συμβολική αξία του Νόμπελ είναι ανυπολόγιστη, τόσο για εκείνον που βραβεύεται όσο και για τη χώρα που εκπροσωπεί. Στο πρόσωπό του αναγνωρίζεται η καλλιτεχνική παράδοση της χώρας του, η οποία με τον τρόπο αυτό τονώνει την αυτοπεποίθησή της και ανεβάζει τις μετοχές της στο λογοτεχνικό χρηματιστήριο, ανοίγοντας παράλληλα τον δρόμο στους νεότερους δημιουργούς.

Το βραβείο Νόμπελ το κερδίζει πάντα ο καλύτερος συγγραφέας;

Φυσικά και όχι. Έχουν γίνει τεράστιες αδικίες σε αυτόν τον θεσμό. Ξεκίνησε στραβά, το 1901, όταν υποψήφιοι για Νόμπελ ήταν δυο γίγαντες της παγκόσμιας λογοτεχνίας, ο Λέων Τολστόι και ο Εμίλ Ζολά, αλλά οι Σουηδοί έδωσαν το βραβείο στον παγκοσμίως άγνωστο και μηδαμινό, σε σύγκριση με τους προαναφερόμενους, Γάλλο Σιλί Προυντόμ. Στη συνέχεια, σε όλη τη διάρκεια του 20ού αιώνα, επανέλαβαν το ίδιο λάθος αρνούμενοι να βραβεύσουν τέσσερις συγγραφείς που επηρέασαν της εξέλιξη της παγκόσμιας λογοτεχνίας: τον Μαρσέλ Προυστ, τον Τζέιμς Τζόις, τον Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ και τον Χόρχε Λουίς Μπόρχες. Κανονική σφαγή! Αντίθετα, κατέκτησαν το βραβείο λογοτέχνες που σήμερα δεν αναφέρονται ούτε στην ίδια τους τη χώρα.

Το χαμένο Νόμπελ Μια αληθινή ιστορία Κώστας Αρκουδέας Καστανιώτης

Ποιοι διάσημοι συγγραφείς δεν πήραν ποτέ το βραβείο;

Ο κατάλογος με τους συγγραφείς που δεν πήραν το Νόμπελ Λογοτεχνίας, αλλά τιμήθηκαν με μια θέση στη συνείδηση της ανθρωπότητας, είναι ατέλειωτος: Άντον Τσέχοφ, Χένρι Τζέιμς, Φραντς Κάφκα, Χέρμαν Μπροχ, Ρόμπερτ Μούζιλ, Τζόζεφ Κόνραντ, Βιρτζίνια Γουλφ, Μπέρτολτ Μπρεχτ, Φερνάντο Πεσσόα, Τζορτζ Όργουελ, Ντίλαν Τόμας, Χούλιο Κορτάσαρ και πάει λέγοντας.

Η Ελλάδα το κέρδισε δυο φορές. Μπορείτε να κάνετε μια μικρή αναφορά;

Σε διάστημα δεκαέξι χρόνων (1963-1979) δυο Έλληνες ποιητές, ο Γιώργος Σεφέρης και ο Οδυσσέας Ελύτης, κατέκτησαν το βραβείο. Ήταν, κατά τη γνώμη μου, η επιβράβευση μιας καλλιτεχνικά ισχυρής γενιάς, η οποία εκτός των άλλων είχε να επιδείξει μουσικούς όπως ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Μάνος Χατζιδάκις και ο Σταύρος Ξαρχάκος, εικαστικούς όπως ο Γιάννης Τσαρούχης και ο Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας, θεατράνθρωπους όπως ο Κάρολος Κουν, ηθοποιούς όπως η Μελίνα Μερκούρη και ο Δημήτρης Χορν, σκηνοθέτες όπως ο Ζυλ Ντασέν και ο Μιχάλης Κακογιάννης, και αρτίστες διεθνούς εμβέλειας, όπως η ντίβα της όπερας Μαρία Κάλλας.

Στις σελίδες του βιβλίου σας περνούν πολλά ονόματα από την πατρίδα μας που έβαζαν υποψηφιότητα για το βραβείο Νόμπελ. Ποιοι τους πρότειναν; Είχε το έργο τους διεθνή ακτινοβολία;

Τις μέρες που ζούσε και έγραφε στην Αθήνα ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ο ευφυολόγος και φοβερός δημοσιοσχεσίτης Γεώργιος Σουρής έθεσε ούτε μια ούτε δυο, αλλά συνολικά πέντε φορές υποψηφιότητα για Νόμπελ, τα χρόνια ανάμεσα στο 1907 και το 1912. Φυσικά οι Σουηδοί τον αγνόησαν, παρότι υπέγραψαν υπέρ του όλοι οι σημαντικοί φορείς των Αθηνών. Ο Κωστής Παλαμάς ήταν υποψήφιος για το Νόμπελ Λογοτεχνίας αρκετές φορές από το 1926 έως το 1940. Δεν το κατέκτησε ποτέ. Αντίθετα, ο πιο πολυμεταφρασμένος σήμερα Έλληνας ποιητής, ο Κωνσταντίνος Καβάφης, δεν ετέθη καν στα υπόψη της Σουηδικής Ακαδημίας.

Μένετε περισσότερο στον Νίκο Καζαντζάκη και στον Άγγελο Σικελιανό. Αν οι ενέργειες της τότε Πολιτείας ήταν συντονισμένες, θα το κέρδιζαν το βραβείο;

Ήταν συντονισμένες οι ενέργειες της ελληνικής Πολιτείας για τους δυο υποψήφιους, με τη διαφορά πως ήταν συντονισμένες εναντίον τους. Τους θεωρούσαν ερυθρούς ριζοσπάστες. Έκαναν ό,τι περνούσε από το χέρι τους για να μην κατακτήσουν το μεγάλο αυτό βραβείο. Δε δίστασαν ακόμα και να στείλουν στη Στοκχόλμη τον ακαδημαϊκό Σπύρο Μελά, προκειμένου να σαμποτάρει την υποψηφιότητά τους. Οι κυριότερες κατηγορίες εναντίον του Καζαντζάκη (που μετά τον θάνατο του Σικελιανού απέμεινε ο μόνος υποψήφιος) ήταν ότι υπήρξε άθεος, κομμουνιστής και ότι με τα γραπτά του διέφθειρε τους νέους. Στο βιβλίο καταδεικνύεται με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο ότι καμία από τις τρεις κατηγορίες δεν έστεκε.

Το πρόβλημα δεν ήταν τόσο ο Σικελιανός, όσο ο Καζαντζάκης. Γιατί; Επειδή ήταν αριστερών πεποιθήσεων, στρεφόταν κατά του κλήρου, αγωνιζόταν να ενώσει τα αντίθετα ρεύματα που διαπερνούσαν την κοινωνία. Η παγκόσμια επιβράβευση αυτών των ιδεών θα ήταν καταστροφική για όσους ήθελαν την Ελλάδα διαιρεμένη και υποταγμένη στα ξένα συμφέροντα.

Ποιοι ήταν οι πολέμιοι της προώθησης της υποψηφιότητας των δυο δημιουργών;

Το πρόβλημα δεν ήταν τόσο ο Σικελιανός, όσο ο Καζαντζάκης. Γιατί; Επειδή ήταν αριστερών πεποιθήσεων, στρεφόταν κατά του κλήρου, αγωνιζόταν να ενώσει τα αντίθετα ρεύματα που διαπερνούσαν την κοινωνία. Η παγκόσμια επιβράβευση αυτών των ιδεών θα ήταν καταστροφική για όσους ήθελαν την Ελλάδα διαιρεμένη και υποταγμένη στα ξένα συμφέροντα. Ήθελαν να εξαφανίσουν τον Καζαντζάκη, χωρίς ωστόσο να τον μετατρέψουν σε μάρτυρα. Και τα κατάφεραν, μέχρι ενός σημείου, καθώς τον υποχρέωσαν να ζήσει μακριά από την Ελλάδα, στην Αντίπολη της Γαλλίας. Το μοιραίο για εκείνους λάθος ήταν ότι ο Πάπας απαγόρευσε τα βιβλία του, που άρχισαν να πουλάνε σαν ζεστά ψωμάκια, με τα γνωστά επακόλουθα.

Ο Νίκος Καζαντζάκης με το έργο του μεταφράστηκε σε όλες τις γλώσσες του κόσμου. Τι θα πρόσθετε στη συλλογή του ένα βραβείο Νόμπελ;

Οι λόγοι ήταν κυρίως τρεις. Πρώτα απ’ όλα, ο Καζαντζάκης πίστευε ότι με τον τρόπο αυτόν θα έδινε μεγάλη χαρά στην Ελλάδα σε μια δύσκολη ιστορική συγκυρία και, παράλληλα, θα τιμούσε την ιδιαίτερη πατρίδα του, την Κρήτη. Κατόπιν, θα εξασφάλιζε οικονομικά τη σύντροφό του Ελένη, η οποία είχε κυριολεκτικά δεινοπαθήσει τόσα χρόνια κοντά του από τις στερήσεις και τις κακουχίες. Ο ίδιος, τέλος, θα μπορούσε να αφοσιωθεί στο συγγραφικό του έργο, δίχως να τον απασχολούν οι έγνοιες και οι σκοτούρες της καθημερινότητας. Ήδη έκανε όνειρα για τους τόπους που θα επισκεπτόταν, την Ινδία, το Μεξικό και τις χώρες της Λατινικής Αμερικής, αφού τα ταξίδια αποτελούσαν γι’ αυτόν πηγή έμπνευσης.

Ο Άγγελος Σικελιανός θεωρήθηκε ένας από τους σπουδαιότερους ποιητές, αλλά δεν μέτρησαν το έργο του μα τα κοινωνικά του φρονήματα. Αυτό δεν ήταν αδικία;

Ο Άγγελος Σικελιανός έφτασε πολύ κοντά στην κατάκτηση του Νόμπελ το 1948, μόνος του αυτή τη φορά, χωρίς τον Καζαντζάκη, προτεινόμενος από δυο Σουηδούς ακαδημαϊκούς. Ούτε και τότε τα κατάφερε. Το βραβείο πήγε στον αμερικάνικης καταγωγής Άγγλο ποιητή και κριτικό Τόμας Στερνς Έλιοτ, με την Ακαδημία να εξηγεί την απόφασή της λέγοντας ότι του το πρόσφερε «για τη μοναδική και πρωτότυπη συνεισφορά του στη σημερινή ποίηση». Φυσικά και άξιζε το βραβείο ο Σικελιανός, όπως και ο Καζαντζάκης. Χαρακτηριστικό είναι ότι οι φανατικότεροι υποστηρικτές του Σικελιανού, Ο’ Νιλ, Ζιντ και Έλιοτ, έγιναν νομπελίστες – ο Ευγένιος Ο’ Νιλ το είχε κατακτήσει νωρίτερα, το 1936. Όλοι πλην του ίδιου του Σικελιανού.

Μέσα από το βιβλίο σας γινόμαστε μάρτυρες του τότε πνευματικού κόσμου. Γιατί υπήρχε πίεση αλλά και τόσος φανατισμός για το ποιανού έργο θα επικρατήσει;

Η εποχή ήταν ακραία, τα πάθη οξυμμένα. Ο θάνατος, καθημερινή συντροφιά. Όλοι ενδιαφέρονταν να αναγνωριστεί το έργο τους, να αφήσουν το αποτύπωμά τους στον χρόνο. Η προαιώνια αγωνία του ανθρώπου να παραμείνει αθάνατος.

Ύστερα από τόσα χρόνια, διαβάζουν οι Έλληνες τα βιβλία του Νίκου Καζαντζάκη και του Άγγελου Σικελιανού;

Θα παραθέσω την άποψη του λογοτέχνη και προέδρου της Εταιρείας Συγγραφέων, Δημήτρη Καλοκύρη, που αναφέρεται και στο βιβλίο: «Όσο και να φαίνεται παράδοξο, το να ασχολείται κάποιος σήμερα με τον Καζαντζάκη είναι ταυτόχρονα κοινοτοπία και νεωτερισμός. Φιλολογία και ανησυχία. Σχολαστικότητα και πρόκληση. Οι ερευνητές έχουν μπροστά τους ένα απέραντο μεταλλείο, ένα ορυχείο ανάλογο μ’ εκείνο του Ζορμπά, απ’ όπου εξορύσσουν άφθονο γλωσσολογικό, υφολογικό, φιλοσοφικό, έως και λαογραφικό υλικό. Από την άλλη, οι σύγχρονοι Έλληνες συγγραφείς –για να είμαστε ρεαλιστές– αντιπαθούν, κατά το μάλλον ή ήττον, τον Καζαντζάκη. Η ρητορική του, όσο και η ιδεολογία του 19ου αιώνα που τον διακατέχει, είναι μάλλον αυτά που τον κάνουν απωθητικό. Για πολλούς παραμένει ένα είδος θρυλικού μνημείου: από τη μια μεριά στο ψυγείο και από την άλλη στο απυρόβλητο. Κάπως σαν τον Παλαμά, ας πούμε, ή ακόμα και τον Σικελιανό. Όλοι, εννοείται, τους εκτιμούν, αλλά ελάχιστοι πια τους διαβάζουν».

Σήμερα θα μπορούσαν τα ελληνικά Γράμματα να διεκδικήσουν πάλι το βραβείο Νόμπελ;

Το θεωρώ αρκετά δύσκολο, μολονότι δεν είναι απίθανο να συμβεί. Αυτό διότι λόγω της οικονομικής κρίσης, η Ελλάδα βρίσκεται σε δυσχερή θέση, με τους πάντες να τη λοιδορούν. Ο σκόπελος αυτός θα μπορούσε να παρακαμφθεί, εάν υπήρχε ένας Έλληνας λογοτέχνης επιπέδου Καζαντζάκη ή Καβάφη, δηλαδή πολυμεταφρασμένος και πολυδιαβασμένος. Τέτοιος όμως δεν υπάρχει. Έχουμε, όπως πάντα, εξαιρετικούς ποιητές και πεζογράφους, αλλά δεν βλέπω κάποιον ικανό να διεκδικήσει με αξιώσεις το Νόμπελ. Μακάρι να διαψευστώ. Οφείλω πάντως να ομολογήσω ότι στην Ελλάδα της κρίσης εξακολουθούν να γράφονται εξαιρετικά βιβλία, και μάλιστα από νέους δημιουργούς. Η ελπίδα παραμένει ζωντανή.

Το χαμένο Νόμπελ
Μια αληθινή ιστορία
Κώστας Αρκουδέας
Καστανιώτης
576 σελ.
ISBN 978-960-03-5936-7
Τιμή € 19,08
001 patakis eshop

Πηγή : diastixo.gr