Η καταγωγή των Σάμι (Sameblod) από το Cine - Δράση Πέμπτη 14 Φεβρουαρίου 2019, 8.15μμ, ΤΥΠΕΤ

2019-02-14 18:21

https://www.drasivrilissia.gr/db/UploadedPics/%CF%83%CE%B1%CE%BC%CE%B9.jpg«Η καταγωγή των Σάμι» είναι ένα γλυκόπικρο φιλμ, αισθητικά και πολιτικά δυνατό που θυμίζει ότι ο ρατσισμός υπάρχει ακόμα και στις πιο «ανεκτικές» κοινωνίες.

Παίρνοντας αφορμή από μια σκοτεινή ιστορία του αποικιοκρατικού παρελθόντος της δημοκρατικής Σουηδίας θίγει τα σύγχρονα παγκόσμια προβλήματα των μειονοτήτων, του σεβασμού στις παραδόσεις, της απόρριψης της διαφορετικότητας, της αντιπαράθεσης ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν, την νεωτερικότητα και την παράδοση. Γυρισμένη στη βορειότερη γωνιά της Ευρώπης είναι ταυτόχρονα κριτική απέναντι στη διαδικασία εξόντωσης λαών και κοινωνιών, φόρος τιμής σε κοινωνικές και τοπικές ταυτότητες που έχουν παραμεριστεί εξ αιτίας εξοντωτικών κρατικών πολιτικών και βαθύ κατηγορώ προς τις «καθώς πρέπει» κοινωνίες, που εμφανίζουν μηδενική ανοχή σε οτιδήποτε διαφορετικό. Το σενάριο είναι μια εναλλακτική, προσωπική αφήγηση για ένα ολοζώντανο νέο κορίτσι που συγκρούστηκε διεκδικώντας την ελευθερία του και το δικαίωμα να αποφασίζει το ίδιο για το πώς θα ζήσει τη ζωή του.

Λαπωνία, Βόρεια Σουηδία 1930. Η φυλή των Sami, είναι μια εθνοτική μειονότητα, ένας αυτόχθων αρχαίος Σκανδιναβικός λαός με τη δική του γλώσσα και πολιτισμό που ζει νομαδικά, εκτρέφοντας ταράνδους και σε απόλυτη αρμονία με τα ζώα και το φυσικό περιβάλλον. Το επίσημο Σουηδικό κράτος και η κοινωνία αντιμετωπίζουν την εθνότητα με βία και σκληρές διακρίσεις. Η φυλή θεωρείται κατώτερη, η χρήση της μητρικής γλώσσας απαγορεύεται, ενίοτε τα μέλη της υποβάλλονται σε εξευτελιστικές βιολογικές εξετάσεις, τις ίδιες στις οποίες υπέβαλαν οι Αμερικανοί τους Ινδιάνους, οι Αυστραλοί τους Αβορίγινες και οι ναζί τους μη Άριους. Οι Σουηδοί πολίτες, ακόμα και οι πλέον προοδευτικοί, τους αντιμετωπίζουν περιφρονητικά σαν ζώα σε τσίρκο ή ως εξωτική τουριστική ατραξιόν.

Μετά το θάνατο του πατέρα τους, δύο κορίτσια μιας οικογένειας ιθαγενών πάνε οικότροφα σε σχολείο στην Ουψάλα για να πάρουν σουηδική εκπαίδευση. Η πιο μικρή βιώνει τη γεωγραφική και πολιτισμική απομάκρυνση από την κοινότητα ως βίαιη αποξένωση. Η μεγαλύτερη, η Elle Marja, μια αθώα, γεμάτη όνειρα έφηβη, βλέπει στην εκπαίδευση την ευκαιρία χειραφέτησης. Αντιλαμβάνεται έγκαιρα ότι για να ξεφύγει από ένα μέλλον προδιαγεγραμμένο, χωρίς προοπτική θα πρέπει να απαρνηθεί αναφανδόν τις καταβολές και την πολιτισμική της ταυτότητα. Και αυτό θα κάνει. Θα αλλάξει το όνομα της με ένα αυθεντικό σουηδικό. Θα αντικαταστήσει την παραδοσιακή φορεσιά της, την οποία και θα κάψει σε μια πράξη-σύμβολο της οριστικότητας της επιλογής της, με σύγχρονα ρούχα. Θα σταματήσει να μιλά τη μητρική της γλώσσα και θα καταχωνιάσει, βαθιά στο υποσυνείδητό τις αναμνήσεις της. Αλλά παρά τις αλλαγές και την αποφασιστική άρνηση της καταγωγής της η εξωτερική εμφάνισή της, παραφωνία ανάμεσα στα απαράλλαχτα ξανθά και λεπτά νεαρά κορίτσια, προδίδει την καταγωγή της και προκαλεί ρατσιστικές συμπεριφορές. Αλλά η αποφασιστικότητα με την οποία υπηρετεί το στόχο της και η ικανότητα της να προσαρμόζεται θα της εξασφαλίσουν αρχικά στέγη, εκπαίδευση και τελικά μια ζωή ίδια με των κανονικών Σουηδών στην οποία όμως δεν έχει καμία θέση το μειονοτικό της παρελθόν.

Μερικές δεκαετίες αργότερα, η ηλικιωμένη πλέον ιθαγενής ταξιδεύει απρόθυμα με το γιο και την εγγονή της στον τόπο των Σάμι, για την κηδεία της αδερφής της. Εξακολουθεί να απορρίπτει τη φυλή και την κουλτούρα της κοινότητας της, προσποιείται ότι δεν καταλαβαίνει τη γλώσσα, δεν επιθυμεί να αποκαταστήσει σχέσεις με την οικογένεια της αρνούμενη να φιλοξενηθεί από αυτήν ακόμα και για μία νύχτα. Στο ξενοδοχείο που καταλύει συναντά Σουηδούς τουρίστες και αρχικά συμφωνεί και επαυξάνει με τα υποτιμητικά σχόλια τους για τους ντόπιους. Αλλά ο εξευτελισμός των σχολίων θα φέρει στη μνήμη της τις προσβολές του παρελθόντος και θα λειτουργήσει καταλυτικά. Μετά από χρόνια προσχώρησης στο στρατόπεδο των καταπιεστών του λαού της, θα δει τη μέχρι τώρα στάση της σαν προδοσία απέναντι στον εαυτό της και τους ομοίους της. Θα επιστρέψει στην εκκλησία, θα ζητήσει συγνώμη από τη νεκρή και στη συνέχεια, ακολουθώντας την διαδρομή που έκανε παιδί, θα ανέβει στην κορυφή του βουνού από όπου θα αγναντέψει τη γη των προγόνων της, θα ακούσει το κοπάδι των ταράνδων και θα αποδεχτεί την ταυτότητα που έχει απαρνηθεί.

Η τριαντάχρονη σκηνοθέτης και σεναριογράφος Amanda Kernell, έχει πατέρα Σάμι και μητέρα Σουηδή. Έγραψε η ίδια μετά από δέκα χρόνια ταινιών μικρού μήκους, το δυναμικό σενάριο της πρώτης της μεγάλου μήκους ταινίας «Η καταγωγή των Σάμι» εμπνευσμένη από ιστορίες της γιαγιάς της και τα ρατσιστικά σχόλια που η ίδια δέχτηκε στο σχολείο. Χειρίζεται με εξαιρετική ευαισθησία την ειδική οπτική του θέματος της. Γιατί στην ιστορία της, ο «ξένος», δεν είναι ο ιθαγενής. Αυτός ανήκε πάντα εδώ, ο τόπος του ήταν από πάντα ο φυσικός χώρος όπου καλλιεργήθηκαν τα ήθη και τα έθιμά του. «Ξένος», «διαφορετικός» είναι ο πολιτισμένος Σουηδός που εισέβαλε στα δικά του προαιώνια κληρονομημένα εδάφη, τον απείλησε και εξαφάνισε αυτόν και την κουλτούρα του στηριγμένος σε ρατσιστικές ιδεολογίες περί ανώτερων και κατώτερων πολιτισμών, περί πολιτισμένων και αγρίων.

Η Kernell ισορροπεί σωστά το δράμα, το χιούμορ και την ειρωνεία. Συνδυάζει, με τον καλύτερο τρόπο, τις ερμηνείες των επαγγελματιών ηθοποιών της με εκείνες των πολλών ερασιτεχνών που συμμετέχουν. Όλοι ανήκουν στη φυλή των Σάμι και αποδίδουν έξοχα τους ρόλους τους. Ξεχωρίζουν οι αδελφές Lene Cecilia και Mia Erika Sparrok. Ιδιαίτερα η ταλαντούχα Lene Cecilia είναι αποκάλυψη στον τρόπο που αποδίδει την εσωτερική οργή και αγανάκτηση της Elle Marja. Η εξαιρετική φωτογραφία της Sophia Olsson μετατρέπει τα ανοιχτά, καταπράσινα σκανδιναβική τοπία, από σκηνικό σε ένα ακόμα πρωταγωνιστή του φιλμ.

Η ταινία έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της το 2016 στο Φεστιβάλ Βενετίας όπου τιμήθηκε με το Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Σκηνοθέτη. Συμμετείχε σε μεγάλο αριθμό Διεθνών Διοργανώσεων. Είχε συνολικά 41 υποψηφιότητες και απέσπασε 25 Βραβεία. Στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης (2016) απέσπασε το Βραβείο «Ανθρώπινες Αξίες» της Βουλής των Ελλήνων. Την ίδια χρονιά τιμήθηκε με το LUX FILM PRIZE του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.


Νορβηγία-Σουηδία, 2016. Διάρκεια: 110’. Σκηνοθεσία - Σενάριο: Amanda Kernell. Πρωταγωνιστούν: Lene Cecilia Sparrok, Mia Erika Sparrok, Maj-Doris Rimpi, Julius Fleischandrel, Olle Sarri, Hanna Alström.