Γιώργος Δ. Ματθιόπουλος: συνέντευξη στον Γρηγόρη Δανιήλ
Ο Γιώργος Δ. Ματθιόπουλος, ιδρυτικό μέλος και τυπογραφικός σχεδιαστής της Εταιρείας Ελληνικών Τυπογραφικών Στοιχείων (ΕΕΤΣ), για την οποία έχει σχεδιάσει και ψηφιοποιήσει πολλές γραμματοσειρές, μας ξεναγεί με την παρακάτω συνέντευξη στον μυστηριώδη και γεμάτο γνώση κόσμο της τυπογραφίας. Συγγραφέας πολλών εκπαιδευτικών εγχειριδίων, έχει επίσης μεταφράσει έργα για την τυπογραφική τέχνη, ενώ το 2005 τιμήθηκε με το 1o Πανελλήνιο Βραβείο ΕΒΓΕ για τον σχεδιασμό της 7γλωσσης έκδοσης Πινδάρου Ολυμπιόνικοι (Ολυμπιακοί Αγώνες, Αθήνα 2004). Αξίζει να σημειωθεί πως το 2018 η ομάδα Δ. Παπάζογλου, Γ. Τριανταφυλλάκου, Γ.Δ. Ματθιόπουλου και Α. Peemmöler τιμήθηκε με το Χρυσό Πανελλήνιο Βραβείο Τυπογραφικής Αριστείας και με το 1o Πανελλήνιο Βραβείο ΕΒΓΕ για τον σχεδιασμό της οπτικής επικοινωνίας της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Ελλάδος. Από το 1990 διδάσκει στο Τμήμα Γραφιστικής και Οπτικής Επικοινωνίας του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής. Αφορμή για την παρακάτω διεξοδική συνέντευξη στάθηκε η β’ έκδοση από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, με τη στήριξη του Ιδρύματος Σταύρος Σ. Νιάρχος, του βιβλίου του Ανθολόγιο ελληνικής τυπογραφίας: Συνοπτική ιστορία της τέχνης του έντυπου ελληνικού βιβλίου από τον 15ο έως τον 20ό αιώνα.
Στα τέλη της χρονιάς που πέρασε, κυκλοφόρησε η δεύτερη έκδοση του έργου σας Ανθολόγιο ελληνικής τυπογραφίας. Αναμφίβολα, είναι ένα βιβλίο-τομή για την ελληνική τυπογραφία. Προσπαθήστε να θυμηθείτε μαζί μας τις πρώτες στιγμές γέννησης αυτού του εξαιρετικού συγγράμματος.
Πριν από 15 χρόνια που άρχισα την έρευνα, δεν υπήρχαν ακόμα οι ψηφιακές βιβλιοθήκες και έτσι ο εντοπισμός των αρχέτυπων και σπάνιων εκδόσεων απαιτούσε πολύ περισσότερο χρόνο και υπήρχαν δυσκολίες στην πρόσβασή τους. Ακόμα θυμάμαι τις πολύωρες αναζητήσεις και φωτογραφήσεις, σκύβοντας σε υποφωτισμένα τραπέζια, τις αναμονές να βρεθεί ένα σπάνιο αντίτυπο και τις επισκέψεις μου σε ιστορικές βιβλιοθήκες όπως της Μαρκιανής στη Βενετία, του Πανεπιστημίου του Βαγιαδολίδ, της St Bride Printing Library στο Λονδίνο, του Εθνικού Τυπογραφείου της Γαλλίας στο Παρίσι, της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Ελλάδος, της Γενναδείου Βιβλιοθήκης, της Βιβλιοθήκης της Βουλής των Ελλήνων, αλλά και πολλών ιδιωτών που πρόθυμα μου διέθεσαν τη συλλογή τους. Παράλληλα, προχωρούσε η έρευνα και η συγγραφή των κειμένων και τελευταία η σχεδίαση του τόμου και η αναγκαστική επιλογή των εκδόσεων που τελικά παρουσιάστηκαν στις σελίδες του. Υπήρξε για εμένα ένα πραγματικό πεντάχρονο ταξίδι στο παρελθόν της ελληνικής τυπογραφίας, έντονο και γοητευτικό, και ελπίζω οι αναγνώστες όταν το ξεφυλλίζουν να ταξιδεύουν κι αυτοί πίσω στους αιώνες και να γνωρίσουν τους αφοσιωμένους εργάτες της τυποτεχνίας.
Ποιος είναι ο κομβικός στόχος της έκδοσης του Ανθολογίου;
Η Βιβλιολογία δεν υπήρξε ποτέ πεδίο ευρύτερης και συνεχούς έρευνας στην Ελλάδα, πέραν από το έργο λίγων αφοσιωμένων φιλολόγων και ιστορικών, σε αντίθεση με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπου η ιστορία της τυπογραφικής τέχνης και των επιτευγμάτων της καταγράφεται κατά τη διάρκεια τριών τουλάχιστον αιώνων ενδελεχούς μελέτης και δημοσίευσης στο ευρύτερο κοινό. Από τη μεταπολίτευση και ύστερα, όμως, η ευρωπαϊκή πολιτική ενοποίηση, η πρωτόγνωρη –αν και πλασματική, όπως απέδειξε η κρίση– οικονομική ανάπτυξη, η ευρεία χρήση ηλεκτρονικών υπολογιστών και ψηφιακών τεχνολογιών στην εκτυπωτική βιομηχανία και η συνεπαγόμενη ανάπτυξη του ευρύτερου κλάδου της οπτικής επικοινωνίας (ΜΜΕ, διαφήμιση, εκδόσεις, εκπαίδευση, πολιτιστικές δραστηριότητες, κ.ά.) δημιούργησαν ένα ελκυστικό περιβάλλον για χιλιάδες νέους δημιουργούς-εργαζόμενους, οι οποίοι στηρίζονταν στις τεχνολογικές εξελίξεις, αλλά στερούνταν βαθύτερων γνώσεων της εντόπιας ιστορίας της τυπογραφίας. Ουσιαστικά, η έκδοση του Ανθολογίου υλοποιούσε μια ακόμη πλευρά του πρωταρχικού στόχου της ΕΕΤΣ: την ανάδειξη και διάδοση της ιστορικής διαδρομής της ελληνικής τυπογραφίας, ώστε οι νέοι δημιουργοί να έχουν κριτική γνώση για να εξασφαλίσουν τη μελλοντική της αισθητική ανάπτυξη.
Ποιες θεωρείτε ότι ήταν οι πρώτες εμφανείς δυσκολίες που έπρεπε να προσπελάσει η ελληνική τυπογραφία δρώντας έξω από τον ελληνικό χώρο;
Λόγω της κατάρρευσης της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και της άλωσης της Κωνσταντινούπολης, του σπουδαιότερου τότε πολιτιστικού κέντρου, η ελληνική τυπογραφία εμφανίστηκε μόνο στη δυτική Ευρώπη και ανδρώθηκε εκεί έως τη δημιουργία του νεοελληνικού κράτους. Οφείλουμε τη γέννησή της στην ανάγκη των Δυτικοευρωπαίων λογίων να μελετήσουν την αρχαία ελληνική γραμματεία από τα πρωτότυπα (κυριολεκτικά) κείμενα. Η πρώτη, λοιπόν, δυσκολία των εκδοτών ήταν η έλλειψη Ελλήνων ή ελληνομαθών επιμελητών και χαρακτών-τυπογράφων που θα μπορούσαν να ανταποκριθούν στις σχεδιαστικές και αισθητικές απαιτήσεις της πολύπλοκης βυζαντινής γραφής. Έτσι, κατά τις πρώτες δεκαετίες της τυπογραφικής επανάστασης, τα βιβλία με ελληνικά παραθέματα χρησιμοποιούσαν ένα απλοποιημένο ελληνικό αλφάβητο χωρίς τόνους, που υπολειπόταν σημαντικά της βυζαντινής χειρόγραφης παράδοσης.
Η επόμενη τεχνολογική αλλαγή, η ψηφιακή επανάσταση, επήλθε ακόμα πιο γρήγορα και προξένησε ακόμα μεγαλύτερο κλυδωνισμό.
Πέρα από το Βυζαντινό Λεξικό Σουίδα, την αρχαιότερη «εν ζωή» εγκυκλοπαίδεια, ή τις εκδόσεις των κλασικών του Άλδου Μανούτιου και τα εκδοθέντα κείμενα του Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου, ποιες άλλες σημαντικές ελληνικές εκδοτικές στιγμές των πρώτων αιώνων θα επισημαίνατε;
Το 1486, πριν από την εμφάνιση του Άλδου Μανούτιου, δύο μικρές εκδόσεις στη Βενετία, η Βατραχομυομαχία και ένα Ψαλτήριο, που κυκλοφόρησαν δύο Κρητικοί κληρικοί, ο Λαόνικος Καβαδίας και ο Αλέξανδρος Γεωργίου, απέδειξαν ότι η πλαστικότητα και ο σχεδιαστικός πλούτος της πολύπλοκης βυζαντινής γραφής μπορούσαν να ενταχθούν στην τυπογραφική πρακτική. Χάραξαν μια γραμματοσειρά που αριθμούσε 1.200 διαφορετικά τυπογραφικά στοιχεία και στοιχειοθέτησαν με αυτή τα κείμενα, ολοκληρώνοντας έτσι έναν πρωτόγνωρο τότε τυπογραφικό άθλο. Παρότι η εκδοτική τους προσπάθεια δεν ευδοκίμησε, το τζίνι είχε βγει από το λυχνάρι. Ο Άλδος, λίγα χρόνια αργότερα, ακολούθησε το παράδειγμά τους και άρχισε τις εκδόσεις του χρησιμοποιώντας ως πρότυπο για τα τυπογραφικά στοιχεία των ελληνικών εκδόσεών του τη γραφή των σύγχρονών του Ελλήνων λογίων με όλα τα συμπλέγματα, τις ενώσεις και τις βραχυγραφίες που περιλάμβαναν στο ρεπερτόριό τους. Μια άλλη σημαντική ελληνική προσπάθεια υπήρξε η εκδοτική σύμπραξη των Κρητικών Νικόλαου Βλαστού και Ζαχαρία Καλλιέργη. Με πρώτη την εξαιρετική έκδοση Eτυμολογικόν Mέγα (Ιούλιος, 1499), σε διάστημα 14 μηνών κυκλοφόρησαν τρία ακόμη βιβλία μεγάλου σχήματος: το Yπόμνημα του Σιμπλικίου (Oκτώβριος 1499), το Yπόμνημα του Aμμωνίου (Mάιος 1500) και τα Θεραπευτικά του Γαληνού (Oκτώβριος 1500) με τυπογραφικά στοιχεία που χάραξε ο ίδιος ο Καλλιέργης, επίσης σε βυζαντινή γραφή. Όλες οι εκδόσεις πραγματοποιήθηκαν εξολοκλήρου από Κρητικούς τεχνίτες, όπως με υπερηφάνεια υμνεί στον Πρόλογο του Ετυμολογικού ο μεγάλος λόγιος Μάρκος Μουσούρος:
[…] Κρης γαρ ο τορνεύσας· τα δε χαλκεία κρης ο συνείρας
Κρης ο καθ᾽ ένστίξας· κρης ο μολυβδοχύτης
Κρης δαπανά νίκης ο φερώνυμος· αυτός ο κλείων
[…] Ελλάδος, ελλάνων παισί πρέπουσι τύποι.
Η μεγάλη επιτυχία των Grecs du Roy δέσμευσε την εξέλιξη των ελληνικών γραμματοσειρών;
Η λέξη «δέσμευση» απηχεί μάλλον την απόλυτη άποψη των Βρετανών βιβλιολόγων των αρχών του 20ού αιώνα παρά την αντικειμενική ιστορική εξέλιξη. Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή τους. Μετά την άνοδο του φιλόδοξου Φραγκίσκου Α´ στον θρόνο της Γαλλίας, ο ιταλικός ουμανισμός εδραιώθηκε στο Παρίσι. Ο νεαρός βασιλιάς με την καθοδήγηση σημαντικών λογίων όπως ο Γκιγιόμ Μπυντέ, ο Πιερ ντυ Σατέλ και ο Ιανός Λάσκαρης σύστησε τη βασιλική βιβλιοθήκη στο Φονταινεμπλώ και προσκάλεσε από τη Ρώμη τον διάσημο Κρητικό λόγιο-καλλιγράφο Άγγελο Βεργίκιο να ταξινομήσει τα ελληνικά χειρόγραφα και να κάνει αντίγραφα των σημαντικότερων. Παράλληλα, ξεκίνησε και ένα μεγαλεπήβολο εκδοτικό πρόγραμμα αρχαίων ελληνικών και πατερικών έργων με την υποστήριξη του δραστήριου εκδότη Ροβέρτου Στέφανου, του βασιλικού τυπογράφου λατινικών και ελληνικών κειμένων. Έτσι, αποφασίστηκε η χρηματοδότηση μιας νέας ελληνικής γραμματοσειράς με τη συνεργασία του Βεργίκιου, που φιλοτέχνησε τα σχέδια κάθε γράμματος και συμπλέγματος, και του Κλοντ Γκαραμόν, που ανέλαβε τη στοιχειοχάραξη και χύτευσή τους σε τρία μεγέθη. Το αποτέλεσμα ήταν η εντυπωσιακή γραμματοσειρά, γνωστή ως τα «Ελληνικά του βασιλέως», η οποία χρησιμοποιήθηκε στις εξίσου θαυμαστές και έγκυρες ελληνικές εκδόσεις του οίκου των Στεφάνων. Φυσικό ήταν, όπως και παλαιότερα με τις ελληνικές γραμματοσειρές του Άλδου Μανούτιου, να τη μιμηθούν και άλλοι φιλόδοξοι εκδότες στη Γερμανία, τις Κάτω Χώρες και αργότερα στην Αγγλία, ώστε να παγιωθεί λίγο-πολύ η σχεδιαστική της υφολογία και η χρήση της έως τη γέννηση του πολιτισμικού τέκνου της Αναγέννησης, του Διαφωτισμού. Έκτοτε, το νέο φιλοσοφικό, οικονομικό, τεχνολογικό και αισθητικό παράδειγμα απελευθέρωσε νέες δυνάμεις, δημιούργησε νέες ανάγκες και οδήγησε σε ριζοσπαστικές λύσεις. Από την πολυάριθμη ποικιλία των «Ελληνικών του βασιλέως» επιβίωσαν τελικά μόνο ο στρογγυλόσχημος σχεδιασμός των πεζών, οι συχνές ανιούσες ή κατιούσες κοντυλιές τους και οι δύο διαφορετικές μορφές του σ/ς.
Εκτός από τα ελληνικά στοιχεία που δημιούργησε ο Firmin Didot και αποτέλεσαν τα δημοφιλέστερα τυπογραφικά στοιχεία για σχεδόν δύο αιώνες, ποιες άλλες γραμματοσειρές θα υποδεικνύατε ότι αποτέλεσαν σταθερό σημείο αναφοράς της τυπογραφίας μας;
Όπως ανέφερα προηγουμένως, τα τυπογραφεία στο ελληνικό κράτος υπήρξαν ανέκαθεν χρήστες των τυπογραφικών γραμματοσειρών που εισάγονταν από τα ευρωπαϊκά στοιχειοχυτήρια. Ακόμη και τα ελληνικά στοιχειοχυτήρια που ιδρύθηκαν εισήγαγαν, ως επί το πλείστον, μήτρες από το εξωτερικό. Έτσι, οι δημοφιλέστεροι ελληνικοί σχεδιασμοί στη Γερμανία, τη Γαλλία και την Αγγλία ήρθαν και εδραιώθηκαν στα ελληνικά έντυπα. Η ελληνική γραμματοσειρά του γαλλικού στοιχειοχυτηρίου Didot (γνωστά εδώ ως «Απλά» [στοιχεία]), που πρωτοεμφανίστηκε στις εκδόσεις του Α. Κοραή το 1805 στο Παρίσι, κυριάρχησε στην Ελλάδα τον 19ο αιώνα και συνέχισε να πρωταγωνιστεί και όλον τον 20ό, ιδιαίτερα στη λογοτεχνία. Άλλες δημοφιλείς ελληνικές γραμματοσειρές υπήρξαν δύο γερμανικής προέλευσης: μία κυρτή σχεδίαση από τη δεκαετία του 1810, που χρησιμοποιήθηκε ευρέως στις πολυάριθμες αρχαιοελληνικές εκδόσεις της Γερμανίας και έγινε γνωστή στην Ελλάδα ως «πλάγια [στοιχεία] Λειψίας», και μία ορθωμένη παραλλαγή της, που εμφανίστηκε από τα τέλη του 19ου αιώνα με την ονομασία «Ελζεβίρ» και καθιερώθηκε εδώ γρήγορα. Μεταπολεμικά έγινε γνωστή ως «Times» και απαντά σε πλείστες εκδόσεις βιβλίων, εφημερίδων και περιοδικών. Η δημοφιλέστερη ελληνική γραμματοσειρά των αγγλικών εκδόσεων της αρχαιοελληνικής γραμματείας, τα στοιχεία Porson Greek, ήταν κι αυτή κόρη του ευρωπαϊκού Ρομαντισμού. Προήλθε από τον γραφικό χαρακτήρα του μεγάλου Άγγλου φιλολόγου Richard Porson κατά παραγγελία του πανεπιστημιακού εκδοτικού οίκου του Κέμπριτζ. Η γραμματοσειρά ολοκληρώθηκε το 1808, από το στοιχειοχυτήριο Caslon & Catherwood και δεν άργησε να μονοπωλήσει σχεδόν τις ελληνικές εκδόσεις στη Μ. Βρετανία και αργότερα στις ΗΠΑ. Στον ελλαδικό χώρο έφτασε σχετικά νωρίς μέσω του τυπογραφείου της Αγγλικής Διοίκησης στην Κέρκυρα. Η χρήση της απαντάται σποραδικά και τον 20ό αιώνα με την ονομασία «Πελασγικά» στοιχεία, αλλά ποτέ δεν κατάφερε να καθιερωθεί στις ελληνικές εκδόσεις. Μία αγγλική σχεδίαση που γνώρισε περισσότερη αποδοχή ήταν η «New Hellenic», που σχεδιάστηκε με πρότυπο μια από τις πρώιμες αναγεννησιακές ελληνικές γραμματοσειρές της Βενετίας. Κυκλοφόρησε από τη εταιρεία Monotype το 1927 και έγινε αρκετά δημοφιλής μεταπολεμικά, κυρίως σε εφημερίδες και περιοδικά, με την ονομασία «Αττικά».
Όπως και την εποχή του Διαφωτισμού, νέες προσλήψεις του μελλοντικού κόσμου δημιουργούν νέες ανάγκες και αυτές θα φέρουν αναμφίβολα νέες λύσεις επικοινωνίας.
Από τις κάσες κινητών τυπογραφικών στοιχείων στη φωτοστοιχειοθεσία και έπειτα στην ψηφιοποίηση μέσω της ηλεκτρονικής επανάστασης. Πόσο ομαλά έγιναν αυτές οι μεταβολές στην Ελλάδα; Ακόμη, η επικράτηση της ψηφιακής τυπογραφίας τι έχει επιφέρει στην παλιότερη γενιά τυπογράφων;
Η ελληνική τυποεκδοτική βιομηχανία υπήρξε πάντοτε εξαρτώμενη από τις τεχνολογικές εξελίξεις της Εσπερίας και το εμπλεκόμενο σε αυτή ανθρώπινο δυναμικό προσέγγιζε τις αλλαγές ανάλογα με την ταχύτητα και την κλίμακα εισαγωγής τους στις εδώ υφιστάμενες συνθήκες. Το πέρασμα από τη χειρωνακτική στοιχειοθεσία στη μηχανική, με τη λινοτυπία και τη μονοτυπία, υπήρξε σταδιακό και διήρκησε τρεις τουλάχιστον γενεές (1910-1980), επιτρέποντας την αφομοίωση των τεχνικών και τη μετάδοση των γνώσεων από τη μία στην επόμενη, δημιουργώντας επιπλέον ένα σχετικά αρραγές συντεχνιακό πνεύμα και επαγγελματική ταυτότητα. Η επόμενη όμως αλλαγή εξοπλισμού, το πέρασμα από τη μηχανική στην ηλεκτρονική-φωτοστοιχειοθετική τεχνολογία ήρθε ταχύτατα και, μαζί με την ανεπαρκή τεχνολογική εκπαιδευτική υποδομή της χώρας, οδήγησε το μεγαλύτερο τμήμα του εξειδικευμένου προσωπικού (κυρίως μεσήλικες ή μεγαλύτερους τεχνίτες) στην έξοδο, γιατί οι νέες απλούστερες διαδικασίες αχρήστευαν τις δεξιότητές τους, ενώ η τεχνική επανεκπαίδευσή τους ήταν χρονοβόρα και με υψηλό κόστος, αν όχι αδύνατη. Αυτή η ταχεία αλλαγή φρουράς σε έναν αναπτυσσόμενο τότε κλάδο από νέους και απαίδευτους στην παραδοσιακή τυπογραφική δεοντολογία εργάτες και εργάτριες είχε εμφανείς επιπτώσεις στη συνέχεια και την ποιότητα των εντύπων. Η μετάδοση του αισθητικού μέτρου και η αυστηρή πειθαρχία της παραδοσιακής στοιχειοθετικής διαδικασίας δεν μεταφέρθηκαν και δεν αφομοιώθηκαν από τις νέες και νέους που βρήκαν δουλειά με κύριο μόνο προσόν τη γνώση δακτυλογραφίας. Παράλληλα, η ευκολία αγοράς των νέων μηχανών και ο εύκολος πλουτισμός από την αδηφάγο παραγωγή και κατανάλωση εντύπων επισκίαζε τη συνεχή υποβάθμιση της τυπογραφικής ποιότητας. Η επόμενη τεχνολογική αλλαγή, η ψηφιακή επανάσταση, επήλθε ακόμα πιο γρήγορα και προξένησε ακόμα μεγαλύτερο κλυδωνισμό. Εκτός των τεχνολογικών αλλαγών που περιθωριοποίησαν ξανά ή αχρήστεψαν ένα μεγάλο τμήμα του εργατικού δυναμικού, επέφεραν και την ευρεία δημοκρατικοποίηση των μέσων παραγωγής έντυπου υλικού. Ο προσωπικός ηλεκτρονικός υπολογιστής και οι επιτραπέζιες εκδόσεις, που εύκολα μπορούσε να αποκτήσει οποιοσδήποτε, δημιούργησαν την ψευδαίσθηση ότι η τυπογραφική τέχνη δεν είναι παρά η απλή χρήση ενός ψηφιακού προγράμματος. Ιδιαίτερα την πρώτη περίοδο, η έλλειψη καλά σχεδιασμένων ελληνικών γραμματοσειρών για την ψηφιακή τεχνολογία και η άμετρη μεταποίηση κάθε λατινικής γραμματοσειράς σε ελληνική χαμήλωσε την ποιότητα της ελληνικής τυπογραφίας πολλαπλώς. Η αναβάθμιση υπήρξε κοπιαστική και ακόμα χρειάζεται συνεχής βελτίωση. Λίγο λίγο, όμως, η τυπογραφική τέχνη αρχίζει και κερδίζει ένα πιο αφοσιωμένο κοινό χρηστών και στη χώρα μας. Η γνώση της ιστορικής της πορείας γίνεται όλο και πιο γνωστή και αφομοιώνεται δημιουργικά. Περισσότερες εκδόσεις και άρθρα αναπτύσσουν διάφορες πτυχές των απαιτήσεων της τέχνης μας. Παράλληλα, η εκπαίδευση των νέων ειδικών της οπτικής επικοινωνίας βελτιώνεται συστηματικά, ενώ η ώσμωση με το ευρύτερο ψηφιακό περιβάλλον που διαμορφώνεται ανοίγει νέους δρόμους έκφρασης και εφαρμογών, που αναπόφευκτα αλλάζουν και τη φυσιογνωμία της ελληνικής τυπογραφίας οδηγώντας τη σε νέους διαδραστικούς ορίζοντες. Όπως και την εποχή του Διαφωτισμού, νέες προσλήψεις του μελλοντικού κόσμου δημιουργούν νέες ανάγκες και αυτές θα φέρουν αναμφίβολα νέες λύσεις επικοινωνίας.
Η Εταιρεία Ελληνικών Τυπογραφικών Στοιχείων, της οποίας αποτελείτε ιδρυτικό μέλος, μετρά πάνω από 25 χρόνια παρουσίας. Ποιες θεωρείτε πως είναι οι μεγαλύτερες κατακτήσεις της όλα αυτά τα χρόνια;
Η ΕΕΤΣ ιδρύθηκε το 1992 από τον αείμνηστο Μιχάλη Μακράκη με σκοπό να μελετηθεί συστηματικά η ελληνική τυπογραφική ιστορία και να καθοριστούν κοινές σχεδιαστικές πρακτικές, που να αποτυπώνουν τη συνέχεια της μακραίωνης παράδοσης στις ελληνικές ψηφιακές γραμματοσειρές. Το ψηφιακό έργο που έχει παραχθεί διανέμεται δωρεάν από τον ιστότοπο https://www.greekfontsociety-gfs.gr/. Η έκδοση του Ανθολογίου υπήρξε η τρίτη κατά σειρά εκδοτική προσπάθεια της ΕΕΤΣ. Είχε ήδη προηγηθεί η κυκλοφορία των Πρακτικών του Διεθνούς Συνεδρίου (Αθήνα, 1995), Τα ελληνικά γράμματα: Από την σκληρή πέτρα στον σκληρό δίσκο, σε δύο γλώσσες, το 1996 (αγγλικά) και 1998 (ελληνικά), η ελληνική μετάφραση του σπουδαίου έργου του Robert Bringhurst, Στοιχεία της τυπογραφικής τέχνης, (ΠΕΚ, 2001) και η επτάγλωσση έκδοση των Ολυμπιόνικων του Πίνδαρου για τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας (Κότινος, 2004). Στην τελευταία, το αρχαίο ελληνικό κείμενο των ωδών στοιχειοθετήθηκε με ιστορικές ελληνικές γραμματοσειρές που ερεύνησα και επανασχεδίασα ψηφιακά ειδικά για την κάθε γλώσσα (αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, ελληνικά, ισπανικά, ιταλικά, ρωσικά) και αυτή η πρώτη έρευνα με οδήγησε στη σκέψη για μια ευρύτερη εικονογραφημένη έκδοση της ιστορίας της ελληνικής τυπογραφίας, που χρηματοδότησε το Ίδρυμα Σταύρος Σ. Νιάρχος και κυκλοφόρησε από τις ΠΕΚ το 2009.
Η Πολιτεία πόσο αλληλέγγυα στέκεται στους στόχους και τις επιδιώξεις της ΕΕΤΣ;
Εκτός από τη μερική επιχορήγηση του Διεθνούς Συνεδρίου στο Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών το 1995, καμία άλλη υποστήριξη δεν υλοποιήθηκε από το Υπουργείο Πολιτισμού. Οι ουσιαστικοί χορηγοί μας υπήρξαν το Ίδρυμα Σταύρος Σ. Νιάρχος και το Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο (ΕΛΙΑ).
Έχετε συμμετάσχει σε πάμπολλα συνέδρια και ερευνητικά/εκπαιδευτικά προγράμματα. Ως λαός, πόση αξία δείχνουμε στο τυπογραφικό μας παρελθόν;
Η σχεδόν διαρκής οικονομική δυσχέρεια της ελληνικής Πολιτείας και η συνεπαγόμενη εκπαιδευτική και πολιτιστική ένδεια δεν άφησαν ποτέ περιθώριο ανάπτυξης και ευρύτερης αναγνώρισης της τυπογραφικής τέχνης πέραν ενός μικρού στρώματος βιβλιοφίλων. Οι νέες γενιές με πολύ περισσότερη διαθέσιμη πληροφόρηση και γνώση θα μπορέσουν, ελπίζω, να εντρυφήσουν και να αποτυπώσουν με μεγαλύτερη ενδελέχεια την ιστορία του έντυπου λόγου. Εμείς προσπαθήσαμε να βάλουμε τα θεμέλια αυτής της δημιουργικής προσπάθειας.
Ανθολόγιο ελληνικής τυπογραφίας
Συνοπτική ιστορία της τέχνης του έντυπου ελληνικού βιβλίου από τον 15ο έως τον 20ό αιώνα
Γιώργος Δ. Ματθιόπουλος
Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης
Εταιρεία Ελληνικών Τυπογραφικών Στοιχείων
600 σελ.
ISBN 978-960-524-297-8
Τιμή €45,00
πηγή : diastixo.gr