Τρία ποιήματα του Φίλιππου Βαμβουκάκη

2016-08-23 02:01
Τρία ποιήματα του Φίλιππου Βαμβουκάκη


Για να μπορώ...

Διαβιώ σε πέλαγος ανασφάλειας,
αναζητώ τις σταθερές μου εδώ και καιρό...

Εκτρέπομαι τακτικά,
μα δε ντρέπομαι που χαλάω τη μόστρα...

Αντέχω να υποφέρω τον καιρό,
αντέχω ν’ ανέχομαι όλον αυτόν τον συρφετό,
το όνειδος που με περιστοιχίζει,
τα λάθη που με ανατρέφουν...

Σώπασα...
Στο πλάτος της ημέρας είδα ξάφνου το βάθος,
ένιωσα την πιθανότητα της κατάδυσης στο κενό,
στο άγνωστο που περιμένει,
στην πιθανότητα που ζητάει κίνηση σφοδρή...

Έκλεψα...
Δανεικά χαμόγελα πολλών ειδών,
προσφορές πολυεπίπεδες θελκτικών κολάσεων,
κι εμπειρίες ξένες, φαιδρές...

Έσκουξα...
Μονάχος σα ψάρι χαμένο,
τυφλώθηκα από το μέγεθος
μιας αβάσταχτης φανταστικής πείνας,
από τις αλλεπάλληλες δοκιμές,
από το λαμπερό τίποτα...

Έφυγα...
Κρατώντας βατράχους από το λαιμό,
ανάμεσα σε κομμένες ουρές από σαύρες,
που κινούνται αυτόνομα,
μετατρέποντας τη σκόνη σε κάδρο
και το δρόμο σε ζωντανή πίστα ελιγμών...

Μάζεψα...
Την κραυγή απ’ τα μάτια σου,
για να τυλίξω τις στάχτες των ερώτων,
να πάρουν σχήμα, μη χαθούν,
για να μπορώ να βλέπω, ν’ αγγίζω και ν’ ακούω...

Πώς να σταθώ

Να πέσεις τώρα στα τάρταρα
και να χαθείς πατρίδα...
Αυτοί που υψώνουν τη φωνή τους στο όνομά σου,
λερώνουν το πνεύμα σου,
λογχίζουν τα πλευρά σου...

Πώς να σταθώ,
όταν η αγάπη βουτάει και χάνεται
δίχως μαχαίρι και δίχως αίμα,
όταν η πληγή ρέει αλάτι και πικρό νερό;

Πώς να προλογίσω
τις μαύρες στιγμές αυτές της στυγνής μαεστρίας,
πώς να υποφέρω
τον κρότο των σωμάτων στο κεφάλι μου,
πώς να ημερέψω
αυτά τα λυσσασμένα σκυλιά του χαμού,
πώς ν' ακουμπήσω
πάνω στην ιστορία των κανιβάλων;

Πώς να ζήσω τη θάλασσα,
όταν είναι γεμάτη με τάφους παιδιών,
πώς να ξαπλώσω στην αμμουδιά,
όταν οι κόκκοι της με μαστιγώνουν,
πώς να πατήσω στο κύμα,
όταν τα κρίματα με στέλνουν στο βυθό;

Τι να χαρώ τις μέρες τούτες,
που φτύνουν την παράλογη ξενοιασιά μας,
πού να πιστέψω,
όταν οι άγιοι λιβανίζουν την εξουσία του μίσους;

Πώς να υποστείλω μια σημαία,
που δεν υπάρχει στον ιστό,
παρά σα σάβανο της ντροπής πλεούμενο,
στους υγρούς αγρούς του θανάτου χάνεται...

Ειρήνη θέλουμε!

Ειρήνη λέμε, τη θέλουμε τώρα!

Την απαιτούμε άμεσα να ‘ρθει,
με κόκκινη ρομφαία
και μάτια κάρβουνα αναμμένα!
Όχι με τη λευκή αθώα μορφή,
όχι άλλο με πλαδαρότητα και αφέλεια!

Ειρήνη θέλουμε ορμητική σαν άτι,
σα χείμαρρο και νάμα καθαρτικό!
Ειρήνη θέλουμε,
για να κερδίσουμε τη δική μας ζωή,
για ν’ απαιτήσουμε το δίκαιο μερτικό μας!

Όχι για να παρακαλέσουμε,
όχι για να προσπέσουμε,
όχι για να προσευχηθούμε,
μα για να πολεμήσουμε,
μ’ επιχειρήματα βαριά,
για να δουλέψουν τα μυαλά και οι καρδιές μας,
τα πνεύματά μας να μερέψουν τους βαρβάρους
κι ο λόγος μας τη θέληση να θρέψει!

Ειρήνη θέλουμε και απαιτούμε ειρήνη εσέ,
να τις σαρώσεις του κόσμου τις προφάσεις!

Ειρήνη θέλουμε να ρέει σα μουσική και μέλι,
να προκαλεί και να θέλγει, να απλώνει την ορμή της
και το άρωμά της να μεθά τα σύμπαντα,
να περιστρέφει ανάστροφα τη γήινη σφαίρα,
να ζαλιστούν τα ανδρείκελα,
να σπάσουν, να διαλύσουν οι ψυχές του σκότους...

Έρωτας είναι η Ειρήνη φλογερός,
πύρινος εφιάλτης για τους καθημερινούς θανάτους!

Ο Φίλιππος Βαμβουκάκης γεννήθηκε στο Μρούξαλ της Δυτικής Γερμανίας στις 06.04.1966 από γονείς μετανάστες. Μεγάλωσε στο χωριό Κρουσώνας του Ηρακλείου Κρήτης. Σπούδασε στη Σχολή Κοινωνικών Επιστημών του πανεπιστημίου Georg August στη Γοττίγγη της Γερμανίας στα τμήματα Φυσικής Αγωγής και Αθλητισμού, Πολιτικών Επιστημών και Παιδαγωγικών. Αρθρογραφεί τακτικά σε τοπικά και πανελλαδικά έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα. Γράφει ποιήματα από τα μαθητικά του χρόνια μέχρι σήμερα.

Πηγή : diastixo.gr