«Το πρώτο στεφάνι» της Ελένης Χωρεάνθη

2016-12-20 10:02
«Το πρώτο στεφάνι» της Ελένης Χωρεάνθη


Δέκα χρόνια, μετρημένα στα δάχτυλα, περίμενε το έμβασμα και την πρόσκληση η Μαριάνθη, μόνη κι άτεκνη, «παντρεμένη ζωντοχήρα» στο χωριό. Και την ονείδιζαν με το παραμικρό. Δέκα χρόνια είχαν περάσει από τότε που έφυγε νιόγαμπρος στην Αμερική ο Νικολής για μια καλύτερη τύχη. Και ούτε πρόσκληση ούτε έμβασμα «ο Αμερικάνος» της. Δεν ευκαιρούσε να της γράψει, είχε «τις μπίζνες στο Αμέρικα».

Στην αρχή έτσι της έγραφε. Δυο φράσεις όλες κι όλες πού και πού. Δεν πρόφταινε να πάει μήτε «προς νερού του». Αυτό της το ‘γραφε. Δέκα ολοστρόγγυλα χρόνια τον περίμενε μ’ έναν ασίγαστο καημό. Στέρεψαν καρτερώντας τα μάτια της. Περίμενε, υπομόνεψε όσο άντεξε τη στέρηση και την κακογλωσσιά του κόσμου.

Τα νιάτα πέρασαν άγονα και ξερικά. Η δροσιά από το κορμί της στέρευε. Άρχισε η όψη να μαραίνεται και η ομορφιά να σβήνει. Η αγάπη με τα πες και πες του κόσμου ξεθώριασε. Ο έρωτας μαράθηκε με την αναμονή. Τα γράμματα ξεχάστηκαν στους μεγάλους δρόμους του Νιου Γιορκ. Πνίγηκαν στους ωκεανούς της λησμονιάς.

Απάνω που σώνονταν έντεκα τα χρόνια της ζωντανής χηρείας της, το αποφάσισε. Πήρε μολύβι και χαρτί και του έγραψε. Του εξηγήθηκε καλά και παστρικά χωρίς «μου» και «σου» και κλάματα και παρακάλια:

«Νικολή,
Σου το λέω καθαρά και ξάστερα μια και καλή. Τόσα χρονάκια σε παντέχω κι απάντηση καμιά δεν έχω από τα σένα. Η ζωή διαβαίνει πιλαλώντας. Άσπρισα, γέρασα παράκαιρα να καρτερώ. Δεν είμαι καμιά παρδαλή να κάμνω αυτά που περιγελώ. Το λοιπό τ’ αποφάσισα: Ή έρχεσαι και με παίρνεις μαζί σου, ή μένεις αυτού με τις μπίζνες σου, κι εγώ ξαναπαντρεύομαι. Δεν έχω σκοπό να μαραζώνω εδωνά ολοζωής «παντρεμένη ζωντοχήρα», όπως με λέει πίσω απ’ τις πλάτες μου ο κόσμος όλος.

Προς το παρόν δεν υπάρχει τίποτα λογοδοσμένο. Άκου όμως: Ο Σιδερής, της χήρας, ντε, της Μαρουλιώς, απ’ τον Απάνω Μαχαλά, θα τον θυμάσαι, λέω, μεγάλωσε κι έγινε άντρας της παντριάς. Το γυροφέρνει απόξω απόξω η μάνα του και ούτε λίγο ούτε πολύ μου τόνε προξενεύει. Ας είμαι, λέει, και ζωντοχήρα αφού είμαι ήσυχη και μυαλωμένη. Ας είναι και μικρότερός μου δέκα χρόνια. Είναι και της αρεσκείας μου εμένα. Σου το λέω να το ξέρεις. “Αμαρτία που λέγεται δεν είναι αμαρτία”. Ο παπάς μας έτσι λέει. Δεν είναι, λέει, παντρειά ετούτη η δική μας. Είναι βάσανο. Κι αμαρτία να μαραζώνω εδωνά με τον άδικο κατατρεγμό. Πόσο κι εγώ θ’ αντέξω!

Ως τα σήμερα που πήρα την απόφαση να σου τα γράψω όλα χαρτί και καλαμάρι, δεν έχω στέρξει. Δεν έχω λερώσει το στεφάνι μας. Αύριο δεν ξέρω τι θα φέξει. Αδύναμο πλάσμα ο άνθρωπος, μια χούφτα λάσπη. Πόση είναι η ζωή μας να σε παντέχω κι άλλο; Κοντεύω τα τριάντα. Πόση είναι η αντοχή του ανθρώπου κι η απαντοχή; Το κορμί μαραίνεται και δροσιά δε βλέπει. Ξεροστάλιασα. Με κατανοείς, Νικολή; Εσύ εκεί... δεν ξέρω πώς πορεύεσαι. Δεν θέλω να κακοβάλω για σένα...

Το λοιπό, κοντός ψαλμός, αλληλούια! Ή έρχεσαι και με παίρνεις μαζί σου ή δέχομαι το προξενειό και παντρεύομαι τον Σιδερή. Σε καθιστώ ενήμερο, έτσι με συμβούλεψε ο παπάς να σου εξηγηθώ. Κανόνισε να μου στείλεις τη συναίνεσή σου, αντίς για διαζύγιο, αν δε βολεί να ‘ρθεις, για όποιο λόγο, να ιδώ κι εγώ πώς θα πορευτώ την επαύριον. Εγώ μπερδεμένα πράματα δε θέλω, δεν κάνω δουλειές του κεφαλιού μου. Ό,τι με συμβουλεύει ο παπάς, ο άνθρωπος του Θεού, αυτός ξέρει ποιο είναι το σωστό και τίμιο και ποιο το μη σωστό.

Δεν την αντέχω άλλο τη μοναξιά και τη γλωσσοφαγιά του κόσμου. Θα με φάνε ζωντανή. Αυτού μπορεί να είναι διαφορετικά. Η Αμερική είναι μεγάλη χώρα, πέφτει μακριά, δεν τη χωράει και δεν τη φτάνει ο νους μου. Καλά τα αισθήματα κι η τιμιότη, καλά τα ντόλαρς κι η φρονιμάδα. Όμως τα βράδια η μοναξιά δεν υποφέρεται, δε βαστιέται! Δεν ξέρω εσύ πώς τα βολεύεις με το κορμί σου, πώς να στα κάμω λιανά; Εγώ δεν παντρεύτηκα εσένα, το μαρασμό παντρεύτηκα, την καταδίκη.

Πάρε σύντομα την απόφαση που σε βολεύει. Δε σου κρατώ κακία. Ούτε συ φταις που ξενιτεύτηκες για τα έρμα τα ντόλαρς. Η ζωή τα φέρνει έτσι κι αλλιώς. Κοίτα να ιδείς κι εσύ τα πράγματα με τη λογική. Τι μου χρωστάς να βασανίζεσαι κι εσύ κι εγώ να μαραζώνω καρτερώντας; Για το καλύτερο πάσχισες κι εσύ. Ας μη χαλάμε τις καρδιές μας, λέω. Τόσα χρόνια διάβηκαν άβολα και ξερικά. Δεν ξέρεις ποιο είναι το καλύτερο. Όλα ο καιρός τα φέρνει βόλτα.

Το λοιπό σκέψου και πράξε το καλύτερο και για τους δυο. Για τούτο σου τα γράφω όλα με το νι και με το σίγμα και δεν έχω εγώ ανάγκη από κολαούζους. Ούτε να λέει ο καθένας το κοντό και το μακρύ του. Ο Σιδερής είναι τίμιο και καλό παλικάρι. Δρασκέλισε τα είκοσι δύο. Αν δεν έχεις εσύ σκοπό να ρθεις σύντομα, είναι κρίμα κι άδικο ν’ αφήκω την ευκαιρία να πάει χαμένη. Χαραμίστηκα τόσα χρόνια, να τον αποδιώξω κι αυτόν; Πού θε να βρω καλύτερον και πότε; «Έχει έρωντα για τα μένα», λέει, η μάνα του η προξενήτρα. Ο έρως, Νικολή, χρόνια δεν κοιτάει. Είναι θα πεις και το έχειν μου...

Κάμε το πρεπούμενο και συ για να ‘μαστε καλοί και παστρικοί. Τίμια πράγματα. Το φύλαξα καθαρό το μέτωπό μου τόσα χρόνια. Μάρτυράς μου ο παπάς που τα ξέρει όλα χαρτί και καλαμάρι. Κάμε κι εσύ αυτό που λέει η συνείδησή σου. Πάρε μια απόφαση. Ειδεμή θα δέσω μια θηλιά στο λαιμό και θα κρεμαστώ ή θα βρω ένα πηγάδι να πάω να πέσω μέσα να πνιγώ. Και το κρίμα θα ‘ναι όλο δικό σου. Σε τέτοιο σημείο βρίσκομαι. Έτσι είναι η παλιοζωή. Άλλους ενώνει κι άλλους χωρίζει. Ποιος ξέρει τι του γράφει του καθενός η μοίρα του; Ποιον ρωτάει το πεπρωμένο; Κάμε ό,τι σου πει από μέσα η καρδιά σου, να ιδώ κι εγώ δροσιά και προκοπή κι εσύ να ιδείς τι θ’ απογίνεις στο Νιου Γιορκ με τις μπίζνες σου.

Αναμένοντας απάντησή σου,

διατελώ,

Μαριάνθη

Έγραψε απλά χωρίς ίχνος διπλωματίας ή πονηρίας, μα και χωρίς το στερεότυπο «σε ασπάζομαι, Νικολή μου», όπως άλλοτε, το έφερε με δισταγμό στα χείλη, αλλά δεν άφησε το αποτύπωμα των χειλιών της πάνω στην υπογραφή της αυτήν τη φορά. Δίπλωσε προσεχτικά το γράμμα και το έβαλε στον φάκελο, τον σάλιωσε και τον έκλεισε. Έγραψε το όνομα και τη διεύθυνση, πήγε αυτοπροσώπως στο ταχυδρομείο, κόλλησε τα γραμματόσημα με τα χεράκια της και τον έριξε η ίδια στο ταχυδρομικό κουτί για να είναι σίγουρη πως δεν θα παραπέσει πουθενά και θα πάει στον προορισμό του.

Ο Νικολής έλαβε το γράμμα ύστερα από ένα μήνα που έφτασε στο Νιου Γιορκ το πλοίο. Το κοίταξε από δω, το κοίταξε από κει, το ζύγιασε με το μάτι, δεν το άνοιξε, είχε μπίζνες, δεν προλάβαινε να το διαβάσει.

«Τι θα γράφει τώρα η Μαριάνθη; Όλο τα ίδια και τα ίδια! Δεν πάει να λέει η Μαριάνθη! Τι ξέρει η Μαριάνθη από Αμέρικα και μπίζνες κι από ντόλαρς; Εδώ ιδροκοπάμε για τα ντόλαρς. Πολλά ντόλαρς! Ας περιμένει η Μαριάνθη. Στα χωραφάκια και στα ζα, δεν πάει αλλού ο νους της. Εδώ είναι Αμέρικα, Νιου Γιορκ! Δεν είναι Γκρικ, δεν είναι Ελλάς!» μονολόγησε.

Στήθηκε μπροστά σ’ έναν καθρέφτη, καμάρωσε το μπόι του και για τις μπίζνες και τα ντόλαρς και πέταξε το γράμμα στο συρτάρι.

Πέρασε ένας μήνας, πέρασαν δύο, πέντε, πέρασαν δέκα, έγινε χρόνος, ο Νικολής τίποτα! Καμιά απάντηση απ’ το Νιου Γιορκ. Η Μαριάνθη έπεσε του θανατά και συλλογιόταν να πάει να πέσει στο γκρεμό ή στο ποτάμι, να δέσει θηλιά στο λαιμό της και να κρεμαστεί ή...

Πήρε τα πράγματα με τη σειρά και είπε:

«Αμ δε, που θα πάω να πέσω στο πηγάδι να πνιγώ! Αμ δε, που θα δέσω θηλιά να κρεμαστώ! Τι κακό έκανα; Ποιον έβλαψα; Δεν πάω καλύτερα να πέσω στην αγκαλιά του Σιδερή; Πιο μαλακά θε να ‘ναι...»

Το καλοσκέφτηκε, λογάριασε τα νιάτα που έφευγαν και τον καινούριο έρωτα που περίμενε στο κατώφλι, πάει την άλλη μέρα απολείτουργα στον παπά και του λέει ορθά κοφτά:

«Παπούλη, τ’ αποφάσισα!»

«Τι αποφάσισες, καημένη Μαριάνθη;»

«Να μην κρεμαστώ και να μην πνιγώ. Να πάω καλογριά; Πάλι δε με βαστάει η καρδιά. Λέω: δεν είναι κρίμα κι άδικο; Εσύ από μιας αρχής είσαι γνώστης των πραγμάτων. Τι είναι προτιμότερο; Να πεθάνω τίμια ή να παρανομήσω; Να καλογερεύω εδωνά καρτερώντας ή να παντρευτώ το Σιδερή χωρίς στεφάνι, αφού δεν έχω διαζύγιο ή συναίνεση, κατά πώς λες; Έγραψα γράμμα και γραφή κι ένα χρόνο τώρα απάντηση δεν έλαβα. Ο Νικολής τίποτα! Γέρασα κι άσπρισα, κοντεύω να πατήσω τα τριάντα και προκοπή δεν είδα. Τι μου λες, τι με συμβουλεύεις να πράξω;»

Ο παπάς, κατανοών προφανώς το ζέον της υπόθεσης, κούνησε το κεφάλι με συγκατάβαση.

«Δεν υπάρχει κανένα εμπόδιο. Ο γάμος αυτός θεωρείται λυμένος ύστερα από τόσα χρόνια χωρισμού. Δεν είναι αμαρτία. Η γνώμη μου είναι να το πάρεις το παλικάρι. Να παντρευτείς. Να νοικοκυρευτείς κι εσύ όπως όλος ο κόσμος! Αμ, τι δα! Πόσο να περιμένεις πια, καψερή!»

«Αυτό είναι αρεστό στην εκκλησία, παπούλη;»
«Αυτό είναι αρεστό σε μένα. Εδώ εγώ είμαι η εκκλησία...»
«Κι η αμαρτία; Δεν είναι αμαρτία ο έρως;»
«Δεν είναι η αμαρτία εκεί που πάει ο νους σου. Εδώ μέσα στο κεφάλι μας είναι η αμαρτία. Ο έρως δεν είναι αμαρτία, είναι δώρο του Θεού».
«Αφού το λες κι εσύ, παπούλη, θα...»
Δεν απόσωσε τη φράση. Κατακόκκινη από ντροπή, φίλησε το χέρι του παπά και γύρισε αλαφροπερπατώντας και σιγοτραγουδώντας στο σπίτι.

Η Μαριάνθη ήρθε σύντομα εις δεύτερου γάμου κοινωνίαν με παπά και κουμπάρους τον πρόεδρο και τον δάσκαλο και μάρτυρες όλο το χωριό. Ήταν που δεν απάντησε ο Νικολής, ήταν κι ο έρως του Σιδερή, όλα έπαιξαν ρόλο. Βρήκε επιτέλους και το κορμί της προορισμό. Η σάρκα της δικαιώθηκε. Άνθισε και κάρπισε. Έφερε πέντε παιδιά στον κόσμο, είδε κι εγγόνια. Απόλαψε και με το παραπάνω όλα όσα είχε στερηθεί δέκα και βάλε χρόνια από τον πρώτο της τον γάμο. Έζησε με τον Σιδερή της Μαρουλιώς ζωή χαρισάμενη. Πού να θυμόταν πόσα χρόνια! Κι αξιώθηκε και να τον θάψει με τα χεράκια της παρά τα δέκα και βάλε χρόνια διαφορά ηλικίας που είχαν, αγιασμένος να ‘ναι. Και του έκανε τρισάγια και μνημόσυνα τόσα που κανένας από τους αποθαμένους του χωριού δεν ευτύχησε ν’ απολάψει μετά θάνατον.

Ο Νικολής στο Νιου Γιορκ, αφοσιωμένος στις μπίζνες του και στα ντόλαρς, ακόμα ν’ ανοίξει το γράμμα. Σαν τέλειωσαν οι μπίζνες και βγήκε στη σύνταξη πάμπλουτος, μέγας και τρανός Γκρικ στο Νιου Γιορκ, τότε θυμήθηκε ν’ απαντήσει στο γράμμα της Μαριάνθης. Χωρίς να το ανοίξει πάλι:

«Καταφθάνω εντός ολίγων ημερών
Νικολής»

απάντησε τηλεγραφικώς. Ετοίμασε τις βαλίτσες του, τα συνταξιοδοτικά, τακτοποίησε τους λογαριασμούς του στις τράπεζες με τα ντόλαρς, τα χαρτιά του, αγόρασε πλούσια δώρα και χρυσαφικά και παραμονές των Χριστουγέννων έφτασε αεροπορικώς πάμπλουτος ο Αμερικάνος της Μαριάνθης στο χωριό.

«Δεν πρόσεξες την ημερομηνία της επιστολής μου, Νικολή!» ανάκραξε περιχαρής η Μαριάνθη. Τον αγκάλιασε και τον καταφίλησε περιπαθώς. «Απάνω στην ώρα που σε χρειαζόμουν ήρθες. Κάλλιο αργά παρά ποτέ. Έλα, πέρασε μέσα, έλα να σε χαρούν τα μάτια μου! Έλα, κάτσε! Ήρθες, πουλάκι μου, έστω κι αργά. Αυτό έχει σημασία τώρα. Σε καλή ώρα ήρθες κι εσύ. Όλα μας ήρθαν βολικά. Τα γινόμενα ουκ απογίνονται. Καλά κι άξια ίσαμε δω. Ξάπλωσε ν’ αναπαυτείς λιγουλάκι. Εγώ πάω ίσαμε τον Άγιο Σίδερο κι έρχομαι...»

«Νέβερ μάιντ! Γκόου, μάι λαβ!» είπε ο Νικολής κι αναστέναξε από ανακούφιση που τον καλοδέχτηκε η Μαριάνθη, χωρίς να προσέξει καν τη φαιά περιβολή της.

Η Μαριάνθη δεν άκουσε τι είπε ο Νικολής. Μα και ν’ άκουγε τι θα καταλάβαινε από τις αγγλικούρες του; Έτρεξε στο μνήμα του αλλουνού, το καθάρισε με περισσή φροντίδα, άναψε το καντηλάκι, γονάτισε με πλήρη συναίσθηση ευθύνης μπροστά στο μνήμα και του εξηγήθηκε σταράτα, ντόμπρα και τίμια:

«Αναπαυμένος έφυγες, Σιδερή μου, αγιασμένος να ‘σαι! Και τούτος ο έρμος κι απομόναχος πάνω στην ώρα ήρθε. Καλά είσαι τώρα εσύ αυτού. Τίποτα δεν παρέλειψα να κάνω για να βρει ανάπαυση η ψυχούλα σου, όπως η ζωή σου με μένα. Με όλα τα καλά έζησες και χορτασμένος από όλα, ικανοποιημένος απόθανες. Τίποτα δε σου έλειψε κι εσένα. Και τούτος ο φουκαράς που έλειπε στην έρμη την ξενιτιά τόσα χρόνια, ήταν σωστό να μην του άνοιγα, και να τον άφηνα απόξω μες στην παγωνιά χειμώνα καιρό και να έρχονται και Χριστόημερα;»

Το μνήμα έδωσε τη συγκατάθεσή του με τη σιωπή του μαρμάρου. Ηρέμησε η καρδιά της Μαριάνθης.

«Η ημερομηνία έφταιξε. Δεν την πρόσεξε ο ευλογημένος κι αυτός! Έτσι δεν είναι; Αν είχε το χώμα φωνή θα μου απολογιόσουν, αλλά δεν έχει. Κι απαντώ εγώ για σένα. Καλά είσαι εσύ, σαν που σου άξιζε σε ενταφίασα. Εσύ με τους αποθαμένους τώρα κι εγώ με τους ζωντανούς. Αυτά έχει η ζωή. Ποιος μπορεί ν’ αλλάξει το πεπρωμένο του; Κι από δω και πέρα, σου υπόσχομαι, τίποτα δε θα σου λείψει κι εσένα».

Του τα είπε και ξαλάφρωσε. Έκανε το σταυρό της, μετάνισε πολλές φορές, φίλησε περιπαθώς την πλάκα του τάφου και τη φωτογραφία του Σιδερή που της χαμογέλασε συγκαταβατικά, έτσι το εξέλαβε η Μαριάνθη, κι αποχαιρέτησε για πάντα τον Σιδερή.

Έκανε το χρέος της και στου παπά το μνήμα και γύρισε αεράτη, ξαλαφρωμένη, στον Νικολή που την περίμενε «διακαώς».

«Καλά κι άξια, Νικολή μου!» είπε μπαίνοντας. «Όλα δεξιά μας τα ‘φερε ο Μεγαλοδύναμος. Το καθετί στην ώρα του. Κι εσύ, ψυχή μου, μια χαρά τα κατάφερες. Ο Θεός σε φώτισε. Ο έρως δεν είναι αμαρτία, άλλα είναι αμαρτία. Η αμαρτία είναι μέσα στο κεφάλι του ανθρώπου».

«Ολ ράιτ, μάι λαβ, αγάπη μου!» απάντησε ο Νικολής πλήρης αγνοίας. Τίποτα δεν κατάλαβε. Ούτε υπήρχε λόγος να καταλάβει τι εννοούσε η Μαριάνθη. Ο νους του ήταν στις μπίζνες, στα ντόλαρς, στο Αμέρικα και στο Νιου Γιορκ Σίτι.

«Είμαι πλούσιος! Πολύ πλούσιος! Ντόλαρς, εκατομμύρια ντόλαρς! Είμαστε ριτς, Μαριάνθη μου! Πλούσιοι! Πώς το λέτε σεις εντώ; Ματς ντόλαρς! Να ζήσουμε εκατό χρόνια βασιλιάδες. Φορ δατ άργησα να...»

Η Μαριάνθη του έφραξε απαλά το στόμα με την παλάμη της.
«Δε χρειάζεται ν’ απολογιέσαι, Νικολάκη μου. Ήρθες! Αυτό έχει τώρα σημασία».
«Ολ ράιτ!» χαμογέλασε τρισευτυχισμένος ο Νικολής.

Τέντωσε ανακουφισμένος την αρίδα του στο μαλακό διπλό κρεβάτι χωρίς να ξέρει πως εκεί πάνω η Μαριάνθη είχε ζήσει τον μεγάλο έρωτα της ζωής της.

«Δοξασμένος ο Θεός!» αναστέναξε με νάζι η Μαριάνθη, «χίλιες δόξες να 'χει! Κανένας δεν έμεινε παραπονεμένος. Κανένας δεν αδικήθηκε. Ό,τι πόθησε ο καθένας, το απόλαψε. Και συ, Νικολή μου, διπλά και τρίδιπλα».

«Ω, γες, γες! Πολλά ντόλαρς, πολλά, ντόξες να ‘χει Μεγκαλοντύναμος!» αναφώνησε με τα μπασταρδεμένα ελληνοαμερικάνικά του πανευτυχής ο Νικολής, δίχως να κατανοεί τη σημασία των λόγων της. «Νο μπίζνες νάου. Γιες, γιες!»

«Όλα καλά», μουρμούρισε μισογελώντας εκείνη, χάιδεψε τη βέρα στο δεξί της και τράβηξε το σύρτη της εξώθυρας. «Για κάθε ενδεχόμενο», συμπλήρωσε, «έχει πολλά ποδάρια ο τρισκατάρατος, δεν ξέρεις τι βάνει ο νους του κόσμου».
«Γιες, γιες! Καλά τα ντόλαρς». Το βιολί του ο Νικολής.
Η Μαριάνθη κούνησε με περίσκεψη το σοφό κεφάλι της.
«Έτσι είναι η ζωή. Δοξασμένος ο Θεός! Καλά είναι και τα ντόλαρς! Ε, Νικολή μου; Τι λες κι εσύ;»
«Ω, ναι, γιες, γιες! Καλά τα ντόλαρς!»
«Άραγε να ισχύει τώρα το πρώτο στεφάνι;» αναρωτήθηκε φωναχτά η Μαριάνθη.
«Ω, γιες, γιες!» συμφώνησε περιχαρής ο Νικολής, αγνοών τι εννοούσε εκείνη.

 

 

Πηγή : diastixo.gr