«Συγκίνηση από δύο φίλους» του Μ. Γ. Μερακλή

2016-09-20 23:25
«Συγκίνηση από δύο φίλους» του Μ. Γ. Μερακλή


Έλαβα πριν από λίγο καιρό τη συλλογή με «ποιήματα για παιδιά», Καλοκαίρι με τ’ άλογο, του Κώστα Καλαπανίδα, τον οποίο, τουλάχιστον εγώ, τοποθετώ στην πρώτη σειρά των συγγραφέων μας παιδικής λογοτεχνίας, αν και το έργο του δεν κλείνεται ασφυκτικά με δεσμευτικές αρχές και κανόνες του λογοτεχνικού αυτού είδους. Το ήθος του, η αρετή της απλότητας και της καθαρότητας διαχέονται στο όλο έργο του, ποιητικό και πεζογραφικό.

Άλλωστε σ’ ένα ποίημα της συλλογής («Τα μεγάλα παιδιά»), σχεδόν παίζοντας με την έννοια της παιδικότητας και τη σχέση της με την ηλικία, αναθεωρεί πιθανώς την ηλικιακά συσχετισμένη σημασία των μεγάλων και των μικρών:

Τα μεγάλα παιδιά
αγναντεύουν μακριά.
Ταξιδεύουνε στ’ όνειρο
μ’ ανοιγμένα πανιά,
σε νησιά μαγικά.

Σαν ωραία πουλιά,
τα μεγάλα παιδιά
δεν μπορούν να βολέψουν
τα πλατιά τους φτερά,
τα μεγάλα φτερά.

Τα μικρά εμείς παιδιά,
σα μικρούλια πουλιά,
θα γινούμε μια μέρα
σαν κι αυτά τα παιδιά.
Με μεγάλα φτερά.

Η έκδοση του μικρού βιβλίου είναι πρωτότυπη. Αυθόρμητοι χορηγοί της είναι οι «μεσήλικες πια - μικροί τότε» μαθητές της Δ΄ τάξης της σχολικής χρονιάς 1971-1972 του 1ου Δημοτικού Σχολείου Δάφνης Αττικής. Υπάρχει και μια τυπογραφική πρωτοτυπία: σε όλες τις σελίδες βλέπω, σαν κόσμημα, σ’ ένα σχήματος οβάλ φόντο, από ένα κεφαλάκι των 57 μαθητών της τάξης εκείνης, από τη μεγάλη φωτογραφία που, προφανώς, στο τέλος της χρονιάς τραβούσαν, κοριτσάκια και αγοράκια, με τον αγαπημένο δάσκαλό τους στη μέση, που δεν τον ξεχνούν.

Στην αφιέρωσή του ο κύριος Καλαπανίδας γράφει κάτι συγκινητικό: «Σταμάτα λίγο και ξεκουράσου, έστω φανταστικά, αφού είναι ανέφικτο πια να καλπάσουμε στα ελάχιστα που μας μένουν καλοκαίρια».

Είπα τις γραμμές αυτές συγκινητικές, γιατί δίνουν ωραία το ρεαλισμό των κανονικά ελάχιστων πλέον καλοκαιριών. Κατά τα άλλα λέω ταπεινά, ότι η εγγύτητα αυτή του τέλους δεν μου δημιουργεί άγχος (η ευχή μου είναι ωστόσο να έλθει αυτό ειρηνικό και ανώδυνο και, βεβαίως, «ανεπαίσχυντον»).

Κυρίως όμως συγκινήθηκα γιατί η αφιέρωση ανακάλεσε αυτομάτως κάποιους στίχους του Κρίτωνα Αθανασούλη, ανθρωπιστή, τρυφερού, με το φυσικό χάρισμα μιας βαθύτερης υποβολής, ποιητή. Το 1980 είχε εκδώσει το δεύτερο τρόμο των ποιημάτων του (1967-1979). Είχα γράψει ένα εισαγωγικό σημείωμα. Κάπου είχα γράψει: «Στην ποίηση του Αθανασούλη ανακαλύπτω, ακριβώς, μια λυρική-δραματική παραλλαγή του τρέξιμου του μεγάλου λαϊκού ηθοποιού Θανάση Βέγγου». Και παράθετα κάποιους στίχους, που τους επαναφέρω εδώ, εις μνήμην του ξεχασμένου φίλου μου (και πόσοι άλλοι δεν έχουν άδικα ξεχαστεί! Μακάρι να έλθουν άλλοι, νέοι άνθρωποι, αγνοί και ανυστερόβουλοι φίλοι της ποίησης, να αναζητήσουν και να ξαναφέρουν στο φως πρόσωπα και έργα, που δεν τα εξαφάνισε μόνο η σκληρότητα του χρόνου):

Τα δέντρα μου το είπανε: τρέξε για να προφτάσεις.
Οι φεγγαρόλουστες βραδιές: τρέξε για να προφτάσεις.
Η θάλασσα καλπάζοντας: τρέξε για να προφτάσεις
κι ο κόσμος όλος βιάστηκε: τρέξε για να προφτάσεις.
Τα πόδια μου δεν γνώρισαν αναπαμό από τότε
κι οι δρόμοι όλοι με γνώρισαν από το τρέξιμό μου.
Τ’ αδέλφια μου το είπανε: τρέξε για να προφτάσεις.
Οι φίλοι μου αδημόνησαν: τρέξε για να προφτάσεις.
Κι εγώ τρέχω δακρύζοντας, τρέχω χαμογελώντας,
τρέχω αγαπώντας, δίνοντας, δίνοντας τη ζωή μου.
Τα χέρια μου κρατούν ψωμί: τρέξε για να το δώσεις,
τα μάτια μου κρατούν στοργή: τρέξε να την προσφέρεις,
τα δάχτυλά μου κάηκαν: τρέξε για να χαϊδέψεις.
Κι εγώ τρέχω ασταμάτητα, τρέχω για να προφτάσω,
μην τυχόν κι έμεινε κανείς χωρίς κάτι να πάρει.

Πηγή : diastixo.gr