Πεζογραφία-«Τα παιδιά του Μαμούνια» του Γκένριχ Σαπγκίρ

2016-10-11 18:23
«Τα παιδιά του Μαμούνια» του Γκένριχ Σαπγκίρ

Μετάφραση: Ελένη Κατσιώλη

 

Ο Μαμούνιας δεν σύρθηκε έξω κάτω από το πράσινο φυλλαράκι, σύρθηκε κάτω από το ξαναφυτρωμένο μεγάλο νύχι του μακαρίτη, τον οποίο είχαν ενταφιάσει πριν από δύο εβδομάδες. Ο Μαμούνιας χώθηκε στη σχισμή τού απρόσεκτα συναρμολογημένου φέρετρου, ξεγλίστρησε με δυσκολία από τους κολλώδεις σβώλους της λάσπης και βγήκε στην επιφάνεια. Είναι τόσο δυνατός και τόσο γερός, σαν να προστατεύεται από σκληρό μανδύα, μέτωπο χαμηλό, προεξέχων σαγόνι. Ό,τι θέλεις ροκανίζει.

Τον πρώτο καιρό εγκαταστάθηκε στο ΕΕΞ, το Εργοστάσιο Επεξεργασίας Ξύλου, για να δουλέψει ως πριονοκορδέλα. Αρπάζει τους κορμούς που πιάνει με τα σαγόνια του από τα δεξιά, και τους πετάει αριστερά κομμένους σε σανίδες. Στο βουνό, στα δεξιά, οι σωροί μεγαλώνουν μέχρι τη μέση και μετά η ομάδα του τα μαζεύει με φτυάρια σε σωρό.

Λίγο καιρό όμως μετά παραιτήθηκε από τη δουλειά. «Βουίζουν τ’ αφτιά μου, δεν μπορώ», ανήγγειλε στον απορημένο προϊστάμενο.

Η αιτία ήταν άλλη. Ο Μαμούνιας παντρεύτηκε. Βρέθηκε μια όμορφη σύζυγος, ξερακιανή, κακιά σαν σουβλί, ενώ η πεθερά του ήταν ένα κανονικό πριόνι. Δοκίμασε από την αρχή να τον πριονίσει, αλλά αποδείχτηκε τόσο λείος και σκληρός που τα ατσαλένια δόντια της ξεκόλλησαν το ένα μετά το άλλο. Τότε ο Μαμούνιας την άρπαξε, την πλάνισε και έφτιαξε από αυτήν σκαμνάκια. Από μια πεθερά βγήκαν τρία ολόκληρα σκαμνάκια.

Φυσικά οι γείτονες το πήρανε χαμπάρι. Τι να έγινε η γριά; Έφυγε. Και πού πήγε; Ήρθαν από την αστυνομία. Δύο αστυνόμοι και ένας ανακριτής. Κάθονται στα σκαμνάκια. Είναι τόσο βαριοί και οι τρεις, από κάτω τους η πεθερά μόλις που τρίζει ελαφρά. Έφυγαν χωρίς να βγάλουν τίποτε.

Τότε, χωρίς να χάνουν χρόνο, ο Μαμούνιας και η γυναίκα του άρχισαν να πριονίζουν, να κατασκευάζουν και να τρυπάνε. Ο Μαμούνιας φτιάχνει τα παιδιά και η γυναίκα βάζει ματάκια, μυτούλα, στοματάκι και αυτάκια. Ολόκληρος στρατός δημιουργήθηκε.

Από τότε μεγάλωσαν τα παιδιά. Και τώρα πού να πρωτοκοιτάξεις: στο δρόμο ανά δύο, ανά τρία, τετράγωνα, με επίπεδο σβέρκο, με ξύλινες γροθιές και ντυμένα μοντέρνα: σακάκι μπέρτα, παντελόνι σαλβάρι. Αυτά ακριβώς μπαίνουν σε «μερσεντές», διασκεδάζουν σε ρεστοράν. Πυροβολεί το ένα το άλλο με ρεβόλβερ – είναι όλα παιδιά του Μαμούνια. Και από μέσα τους δεν τρέχει αίμα, τρέχει χυμός καρότου.

Ο Γκένριχ Βενιαμίνοβιτς Σαπγκίρ (1928-1999) άρχισε με παιδική ποίηση. Ανήκει στο γκρουπ λιανόζοφσκι, στο οποίο συμμετείχαν ποιητές και ζωγράφοι αντεργκράουντ. Το γκρουπ δημιουργήθηκε στο τέλος του ’50 και ονομάστηκε έτσι από τον σταθμό του τρένου Λιανόζοβο που βρισκόταν κοντά στο σπίτι όπου συγκεντρώνονταν. Ο ίδιος χαρακτηρίζει τη δουλειά του μεταμοντέρνα και γκροτέσκα.

Πηγή : diastixo.gr