Πεζογραφία-«Ο εορταστικός αναγνώστης» του Δημήτρη Μακρίδη
Ήταν η περασμένη ώρα που οι καφέδες εναλλάσσονται δειλά δειλά με τα ποτά. Τότε που τα φωτάκια ξεκινούν να δικαιολογούν την ύπαρξή τους και η μουσική δυναμώνει, λες και περιμένει πως κάτι μεγάλο θα συμβεί μέσα στην εορταστική νύχτα. Εκείνη την ώρα τον θυμάμαι να μπαίνει μέσα στην ήδη γεμάτη καφετέρια. Έσερνε μία βαριά βαλίτσα που τη σήκωσε με τα χέρια για να περάσει μαζί με τον ίδιο το ψηλό σκαλοπάτι της πόρτας. Ο αέρας που κυριολεκτικά και μεταφορικά έφερε στο μαγαζί, έκανε τους πάντες να γυρίσουν τα βλέμματά τους προς την είσοδο. Ήταν ντυμένος προχώ, με εμφάνιση που θα καθιερωνόταν ως μόδα ύστερα από κάποιο διάστημα στη μικρομέγαλη πόλη. Με μουστάκι και κίτρινο παλτό, σαν ηθοποιός πειραματικού θεάτρου κάποιας μητρόπολης, κέντρισε το ενδιαφέρον των θαμώνων που μέχρι τότε μπουρδολογούσαν ακατάσχετα. Όλοι προσπαθούσαν να τον φέρουν στη μνήμη τους είτε μικρότερο είτε να θυμηθούν σε ποια τηλεοπτική σειρά τον είχαν δει. Αυτός χαιρέτησε τους πάντες με σιγουριά φτασμένου. Άνετος, χωρίς τον φόβο μήπως πετύχει κάποιον ανεπιθύμητο γνωστό. Έκατσε στο μπαρ ανταλλάσσοντας ευχές και κουβέντες με τον σερβιτόρο στο πνεύμα των ημερών.
Προσπάθησα να βρω μία ένδειξη της ταυτότητάς του. Αν ήταν κάποιος ντόπιος ή από κάπου γνωστός. «Επώνυμος», όπως λανθασμένα αναφέρουν οι πάντες. Το πράσινο καρτελάκι αεροδρομίου στη βαλίτσα μαρτυρούσε πως ερχόταν πέρα από τα σύνορα. Ένας ανώνυμος νεαρός επιστήμονας θα ήταν, από τους χιλιάδες που βρίσκονταν εκτός της χώρας. Μόλις θα είχε φτάσει στο ΚΤΕΛ μετά την πτήση για να περάσει τις διακοπές των Χριστουγέννων στα πάτρια. Με ερευνητικό βλέμμα παρατηρούσε τη διακόσμηση και τον κόσμο. Όλα όσα συνέβαιναν με κεραίες τεντωμένες. Είδε πως είχα διπλωμένη την τοπική εφημερίδα στο τραπέζι και, πριν προλάβω να του κάνω νεύμα πως «τελείωσα», την είχε ήδη καμακώσει. Τη συμμάζεψε έτσι τσαλακωμένη και σκισμένη από όλη τη χρήση της ημέρας. Έβαλε τις ανακατωμένες σελίδες σε σειρά με σχεδόν μητρική στοργή. Αμέσως ξεκίνησε να τη διαβάζει. Από τότε τα μάτια του δεν σηκώθηκαν, αφού χώθηκε κυριολεκτικά στα νέα. Διάβαζε κάθε σελίδα εξονυχιστικά, όπως προέτρεπαν οι παλιοί δάσκαλοι τους μαθητές τους. Από πάνω αριστερά μέχρι κάτω δεξιά τα πάντα. Δεν τον έβλεπα, αλλά φανταζόμουνα γιατί το έκανε. Προσπαθούσε να βρει την παραμικρή είδηση που θα του θύμιζε κάτι. Δρόμους, συλλόγους, ομάδες, εκκλησίες, σχολεία, μέχρι και διανυκτερεύοντα φαρμακεία. Όλα αυτά που συνθέτουν το δέντρο της πόλης, από τις παμπάλαιες βαθιές ρίζες μέχρι των τελευταίων μηνών ελαφρύ κλαδάκι.
Απολάμβανε την κάθε λέξη. Όλον αυτό τον μικρόκοσμο που παίρνει μεγάλες διαστάσεις στα μάτια των ντόπιων. Παράλληλα, γέλασε με τις κοινότοπες ειδήσεις των ημερών. Πως η τιμή της γαλοπούλας θα είναι ακριβή φέτος. Με το ρεπορτάζ πως τα «έψαλαν» στους άρχοντες, το οποίο αναφερόταν στα πατροπαράδοτα κάλαντα. Πράγματα χιλιοειπωμένα, που θα μπορούσε να τα μαντέψει και ο ίδιος. Σίγουρα θα νευρίασε με τους –στα γεράματα– φιλότεχνους που προβάλλουν τις μούρες τους παρά τα έργα του ζωγράφου στα εγκαίνια της έκθεσης. Με την πληθώρα των φιλανθρωπιών στο πλαίσιο της μόδας, που χάνουν τη σημασία της πράξης. Ίσως θυμήθηκε και τη γιαγιά του, που εξαφανιζόταν ανήμερα των Χριστουγέννων μόλις πριν από το γιορτινό τραπέζι και επέστρεφε ασθμαίνοντας στο τελείωμά του. Έβρισκε τις πιο απίθανες δικαιολογίες για να ξεγλιστρήσει και να μην την καταλάβουμε. Όλοι γνωρίζαμε πως πήγαινε να βοηθήσει σε κάποιο εορταστικό συσσίτιο, μα κανένας δεν της έλεγε δεύτερη κουβέντα. Γιατί σεβόμασταν πως δεν το κραύγαζε. Δεν έδινε φραγκοδίφραγκα και έβγαζε 100 φωτογραφίες. Δεν προσέφερε 1 από τα 100 της ρούχα σε μια ταρατατζούμ τελετή. Στερούνταν την οικογένειά της μία γιορτινή μέρα χαμένη στη νότια μεριά της πόλης. Και έτσι, με αλήθειες και ψέματα πέρναγαν οι γιορτές και η ζωή. Το Διαδίκτυο κατέκλυσε τις ζωές όλων, αλλά ήταν ο εορταστικός αναγνώστης που μου θύμισε τη σημασία του τοπικού Τύπου, δίνοντας αξία σε κάτι πεταμένο μέσα στην ημέρα. Μου έκανε εντύπωση πως δεν ακούμπησε την εορταστική μπίρα. Ήταν το μόνο που δεν του έλειπε. Στην Κεντρική Ευρώπη, όπου δούλευε, υπήρχαν πολύ καλύτερες ποικιλίες – άσε που τις τράβαγε και το κλίμα. Αυτό που είχε για καιρό ξεχάσει ήταν η μεσογειακή βαβούρα, το βαλκάνιο πανηγύρι, οι βραχνές –από τον τσιγαρόβηχα– δυνατές φωνές. Όλη αυτή η εικόνα που πλαισιώνει κάποιες σελίδες με μελάνι.
Προσπαθούσε να φανταστεί ποιος την πήρε από το πρωί. Τα χνότα που τη γέμισαν, τους μορφασμούς των ματιών από τις ειδήσεις που διάβασαν, τα δάχτυλα που την άγγιξαν και ίσως άφησαν κάτι. Ξεκίνησαν να του έρχονται πρόσωπα στο μυαλό. Η πρώτη ήταν η σερβιτόρα, με τα χρωματιστά αθλητικά και το κολάν, που θα την έφερε πρωί πρωί από το περίπτερο. Οι γέροι θα την περίμεναν ανυπόμονα και ο πιο γρήγορος θα την άρπαξε αμέσως. Θα τη σήκωσε ψηλά διαβάζοντας «τα νέα» στην ομήγυρη, που θα κούναγε απαξιωτικά το κεφάλι. Όλοι θα σχολίαζαν δυνατά τα πολιτικά κουρδισμένοι από τις πρωινές εκπομπές. Στη συνέχεια, θα έρχονταν και νεότεροι που θα συμπλήρωναν τη χορωδία που μουρμουρίζει με τη συνοδεία ταβλοκοπανήματος.
Παρατήρησε με κάποιο προσεχτικό ξεφύλλισμα ίχνη καφέ στην κοσμική στήλη. Ήταν η σειρά των γυναικών να δράσουν. Απρόσεκτες, θα λέρωσαν το φύλλο συζητώντας για τα πάντα, ενώ χτένιζαν σαν τελωνοφύλακες του Ψυχρού Πολέμου πελάτες και περαστικούς. Γύρισε σελίδες και στα αθλητικά είδε κομμένη κάποια φωτογραφία από το τοπικό ποδόσφαιρο. Φαντάστηκε τώρα κάποιον μουσάτο νέο να την έχει στα χέρια του. Με χαλαρό περπάτημα θα έφτασε καταμεσήμερο, ενώ θα άραξε στην καρέκλα κουρασμένος από κάποιο ανύπαρκτο οκτάωρο. Φορώντας φόρμα και κοντομάνικο Δεκέμβρη μήνα για να φαίνονται τα γυμνασμένα του χέρια και όχι η γύμνια των ιδεών του. Θα άπλωσε κινητά, τσιγάρα και μπρελόκ με τη στρατιωτική μονάδα όπου υπηρετούσε στο τραπέζι και θα παρήγγειλε τον καφέ του. Θα φυλλομετρούσε αδιάφορα την εφημερίδα, ενώ παράλληλα θα τσέκαρε στο κινητό τα κοινωνικά δίκτυα. Βλέποντας και τη δικιά του δήλωση, θα την ανέβασε σε δευτερόλεπτα στα κοινωνικά δίκτυα κόβοντας παράλληλα το χάρτινο απόσπασμα για τη μητέρα του. Να χαρεί και αυτή λίγο που άχρηστο τον ανεβάζει, άχρηστο τον κατεβάζει.
Στο τέλος, κοίταξε και μένα. Αφού εγώ είχα τελευταίος την εφημερίδα. Κάποιος που τη διαβάζει μέσα στο μαύρο σούρουπο δεν θα ανήκει σε αυτούς που κοιτάνε μόνο τους τίτλους. Θα με τοποθέτησε σίγουρα στην κατηγορία των αναγνωστών. Σε αυτούς που έρχονται πάντα βραδάκι όταν έχουν «κάτσει» οι ειδήσεις. Για να δουν τη θέση της εφημερίδας και τα σχόλια του διευθυντή μακριά από τις πρωινές ειδησεογραφικές εκρήξεις. Έχοντας διαβάσει διεθνή και αθηναϊκό Τύπο, τιμάνε και το τοπικό υλικό. Αφού πρόταγμά τους είναι η ανάγνωση. Αυτό που έπραττε και ο εορταστικός αναγνώστης τώρα.
Ένιωσα να έχω κάτι κοινό μαζί του, και όχι μόνο αυτό. Όλο το παρουσιαστικό του μου φανέρωνε μία απροσδιόριστη οικειότητα. Ίσος πάνω-κάτω ηλικιακά, μου θύμιζε καλούς φίλους που λείπουν. Ήμουν έτοιμος να τον ρωτήσω, με την ξεχασμένη παιδική αφέλεια που επιστρέφει μόνο στις γιορτές, αν έχει ακόμα το παιδικό καπέλο των Chicago Bulls ή σε ποια αποθήκη βρίσκονται καταχωνιασμένα τα επιτραπέζιά του. Και δεν θα έμενα εκεί, έτσι ορεξάτο που τον έβλεπα. Θα περπατάγαμε την πόλη καφέ-καφέ, φούρνο-φούρνο, λακκούβα-λακκούβα. Αφήνοντάς τον να ανακαλύψει μόνος του τις αλλαγές και να νιώσει μία ασφάλεια για πράγματα που δεν αλλάζουν ποτέ. Όπως για την εικόνα της Καραϊσκάκη, που ακόμα δεν βρίσκεις να διπλοπαρκάρεις. Θα αφήναμε το κέντρο και θα τραβάγαμε προς τα έξω. Έχοντας πλέον την πρώτη γνώση, θα αφήναμε να μας φανερωθεί η διαστρωμάτωση ανά περιοχή. Να πιάσουμε γνήσιο παλμό σαν παλιοί ρεπόρτερ. Να χωθούμε σε συζητήσεις, να στριμωχτούμε στο λεωφορείο της γραμμής. Ακούγοντας «ήσαντε, πλατεία Βούδη, Παντάνουσσα» και άλλα πολλά από την τοπική αργκό. Διαβάζοντας αυτόματα δεκάδες επιστολές αναγνωστών, αφού θα ήμασταν μέσα στον κόσμο.
Μια πριν γίνει οτιδήποτε από αυτά, που ίσως και να τα φαντάστηκα, πιο γνώριμα πρόσωπα κατέφθασαν στο μαγαζί. Ξεχώρισαν ευθύς τον ταξιδιώτη και όρμησαν να τον αγκαλιάσουν. Μόλις που πρόλαβε να αφήσει την εφημερίδα, πριν χωθεί στις αγκαλιές τους. Λίγο ήθελε και θα τον σήκωναν στους ώμους για το «καλώς όρισες». Το ρεπορτάζ ήταν ζωντανό και ολοκληρώθηκε πλήρως. «Χρόνια πολλά, λεβεντάκο μου!» άκουσα καθαρά μέσα σε χαρές και γέλια.
Πηγή : diastixo.gr