Παναγιώτης Παπαϊωάννου σε α' πρόσωπο

2020-04-13 14:58

Παναγιώτης Παπαϊωάννου

Ποιοι ήθελαν νεκρό τον Jimmy Hendrix; Από ποιο χέρι πήρε τη μοιραία δόση η Janis Joplin; Πώς κατέληξε νεκρός ο Felix Pappalardi από το χέρι της συζύγου του Gail Collins και τι συνέβη στην πολύκροτη δίκη; Σκότωσε πράγματι τη Nancy Spungen ο Sid Vicious και ποιος τον έστειλε στον άλλο κόσμο, λίγες ώρες αφότου αφέθηκε ελεύθερος με αναστολή, κατηγορούμενος για τον θάνατό της; Ήταν ο χαμός του Roy Buchanan μια επιμελώς συγκαλυμμένη περίπτωση κατάχρησης εξουσίας; Ψυχική νόσος ή LSD πιστώνονται την εκτόξευση στο χάος, της ιδιοφυΐας που ονομάζεται Syd Barrett; Πώς το κύκλωμα της ηρωίνης του Λονδίνου σκότωσε τον Bon Scott; Με ποιον άνθρωπο λογομάχησε στο τηλέφωνο ο Michael Hutchence για το αν θα ασκούσε το δικαίωμά του να επικοινωνήσει με την ανήλικη κόρη του, πριν βρεθεί κρεμασμένος, και τι γράφτηκε στην ιατροδικαστική έκθεση; Πώς, πλήρεις ημερών, αντιμετώπισαν το αναπόφευκτο του επερχόμενου θανάτου άνθρωποι που είχαν στην πραγματικότητα ζήσει δέκα ζωές θνητών, όπως οι David Bowie, Freddie Mercury, Joe Cocker και Lemmy;

Κυρίως: πώς όλα αυτά τα μάθαμε, τα μοιραστήκαμε και τα ξαναεπισκεφθήκαμε μεγαλώνοντας εμείς, η γενιά των εφήβων της δεκαετίας του ’80. Τι σήμαναν τελικά για μας; Αυτή είναι η κεντρική ιδέα πίσω από το βιβλίο Dead Rockers Society, την πρώτη μη επιστημονική μου κατάθεση, μετά τις εγκληματολογικές μελέτες (για serial killers, εγκλήματα ζηλοτυπίας και συναφή βαρέα και ανθυγιεινά). Στη δουλειά του μαχόμενου δικηγόρου πρώτης γραμμής γράφω πολύ, επιχειρηματολογώ και αποτιμώ δεδομένα διαρκώς, καλούμαι πάντα να είμαι συγκεντρωμένος στο εκάστοτε ζητούμενο, να είμαι έτοιμος να μεταβάλω στρατηγική, να αποφασίζω γρήγορα και να μην κάμπτομαι, όσο κι αν ο περίγυρος με θυμώνει ή μάχεται βρόμικα. Είναι ένας στίβος σκληρών ζυμώσεων, όπου για να κρατηθείς ακέραιος θεωρώ απαραίτητες τις προσωπικές απαρχές, ηθικές και οπωσδήποτε πολιτισμικές. Καίριο μέρος των τελευταίων ήταν και παραμένει για μένα το ροκ. Για να παραφράσω και τον Nick Hornby, όπως μέσα από τον φακό του Stephen Frears έβαλε τον John Cusack να πει στο High Fidelity, είναι από πολλές πλευρές σωτήριο το «να μπορείς να κατατάξεις τη δισκοθήκη σου με αυτοβιογραφική σειρά». Στην περίπτωσή μου, το να σχηματίσεις και να διαχειριστείς ένα νομικό επιχείρημα σε συνθήκες ζώσας σύγκρουσης ή κατεπείγοντος έχει άμεση σχέση με το να είσαι σίγουρος για τους λόγους που το 3ο κομμάτι στη δεύτερη πλευρά του Physical Graffiti σε συντάραξε στην εφηβεία με την πρώτη ακρόαση. Δεν μπορείς να κινείσαι σε ένα απαιτητικό γήπεδο, αν δεν πατάς καλά στα πόδια σου.

Η πιο συχνή ερώτηση που δέχομαι αφότου κυκλοφόρησε το βιβλίο είναι πώς και ένας δικηγόρος, τον οποίο το κοινό έχει συνηθίσει δημοσίως να τοποθετείται σε εγκληματολογικά ζητήματα, αποφάσισε να εκτεθεί σε ένα τόσο διαφορετικό πεδίο. Στην υποκείμενη νύξη περί του «αν είναι σοβαρά πράγματα αυτά», απαντώ υπενθυμίζοντας ότι δεν υπάρχει πουθενά γραμμένο ότι οι «σοβαροί» πρέπει να πηγαίνουν μόνο στο Μέγαρο, ούτε φυσικά ότι οι δικηγόροι πρέπει να είναι αγοραίοι οσφυοκάμπτες που ορέγονται πρώτο τραπέζι πίστα στα μπουζούκια. Σήμερα, σε μια κοινωνία όπου η διαφορετικότητα έχει αναχθεί σε καίριο έννομο αγαθό, προστατευόμενο μάλιστα από ένα πλέγμα πολύ αυστηρών νόμων, θεωρώ ότι η γενιά μου, η γενιά που μεγάλωσε στη δεκαετία του ’80, η πρώτη γενιά που απόλαυσε τη μουσική και τη μόδα με τις λιγότερες δυνατές ενοχές, έχει το δικαίωμα να μιλήσει με τον τρόπο της για το ροκ, πιθανόν γιατί ήταν και από τις τελευταίες που το ροκ και η επίδρασή του τη σφράγισε ανεξίτηλα.

 Η πιο συχνή ερώτηση που δέχομαι αφότου κυκλοφόρησε το βιβλίο είναι πώς και ένας δικηγόρος, τον οποίο το κοινό έχει συνηθίσει δημοσίως να τοποθετείται σε εγκληματολογικά ζητήματα, αποφάσισε να εκτεθεί σε ένα τόσο διαφορετικό πεδίο.

Έχει γραφτεί πριν από 40 χρόνια στο περιοδικό Rolling Stone κάτι που με εκφράζει πλήρως: «Το μεγαλείο του ροκ συνίσταται στη συναισθηματική επίδραση που ασκεί σε κάθε ακροατή του ξεχωριστά». Το βιβλίο πηγαινοφέρνει λοιπόν τον αναγνώστη στις ζωές των 29 ροκ μορφών με όχημα δύο αλληλένδετες οπτικές. Η μία συνίσταται στην προσωπική ματιά, την αίσθηση για και από γεγονότα: συναυλίες, δίσκους, ακούσματα και θεάματα που συνάντησαν τη γενιά μας μέσα από συναυλίες, μπαρ, σινεμά, τηλεόραση, περιοδικά, ραδιόφωνο – διαδικασίες έντονα συμμετοχικές σε σχέση με τη σημερινή ψηφιακή εικονικότητα. Η δεύτερη είναι η ενήλικη ματιά του ποινικολόγου, που έχει μάθει να μην παίρνει ως δεδομένα τα φαινόμενα, κρατώντας κατά νουν το εμπειρικό δεδομένο ότι οι ισχυροί, οι παρασιτικοί και οι άπληστοι έχουν διαχρονικά προβάδισμα έναντι του ταλέντου, που από τη φύση του είναι φευγαλέο, ευάλωτο.

Μέσα από αυτή τη διπλή οπτική, του τότε και του σήμερα, καταθέτω το πώς μεγάλες ροκ προσωπικότητες συνάντησαν ή οδηγήθηκαν, συχνά όχι μόνο από την αδυναμία τους, στον θάνατό τους. Χωρίς την επαγγελματική μου διαδρομή, η δεύτερη οπτική δε θα είχε μπορέσει να προκύψει. Χωρίς την αγάπη για το ροκ, δε θα μπορούσε να έχει γεννηθεί η πρώτη. Παρά λοιπόν τις πηγές και τα διασταυρωμένα γεγονότα, αποτρέπω συνειδητά το να δει κανείς το βιβλίο ως εγκυκλοπαιδικό – δεν είναι μια ακόμη συλλογή με ημερομηνίες και θέσεις στα τσαρτ. Στις σελίδες του περιέλαβα στιγμές ή και περιόδους από τη ζωή σημαντικών καλλιτεχνών, γιατί μέσα από τις δυσκολίες, τις υπερβάσεις και το πώς συνάντησαν ή είδαν και οι ίδιοι το βιολογικό τους τέλος είναι καταγεγραμμένα μαθήματα ζωής που υπερβαίνουν τη διάσταση του ροκ μύθου και μας αφορούν όλους.

 

Dead Rockers Society
Παναγιώτης Παπαϊωάννου
Πρόλογος: Θοδωρής Μανίκας
Δίαυλος
416 σελ.
ISBN 978-960-531-440-8
Τιμή €19,00
001 patakis eshop

 

 

πηγή : diastixo.gr