Ο Μάκης Καραγιάννης σε α’ πρόσωπο
Ας μου επιτραπεί να ξεκινήσω με μια μικρή εξομολόγηση: Οι λόγοι που με ώθησαν να γράψω το Μικρό και αλαζονικό έθνος ήταν δυο. Ο ένας ήταν η κρίση. Ο δεύτερος ήταν καθαρά προσωπικός. Ξεφυλλίζοντας μια μέρα ένα δοκίμιο του Φίλιπ Ροθ –το Διαβάζοντας τον εαυτό μου και τους άλλους– είδα πόσο ωραία περιγράφει την Αμερική. Ό,τι έκανε στα μυθιστορήματα, το συνέχιζε με έναν άλλο τρόπο και λόγο. Κι όμως, αυτός ο δοκιμιακός στοχασμός που χαρακτήριζε μια παλιότερη γενιά Ελλήνων συγγραφέων, όπως ο Γ. Θεοτοκάς με το Ελεύθερο Πνεύμα, ο Σεφέρης με τις Δοκιμές, ο Ελύτης, ένας λόγος διαφορετικός από τον επιστημονικό αλλά δραστικός, που σφράγισε την εποχή τους, σπάνια συνεχίζεται σήμερα από Έλληνες πεζογράφους. Χωρίς να ξέρω αν θα τα καταφέρω, ωρίμασε μέσα μου η ιδέα αντί να γράφω βιβλιοκριτικές, να γράψω ένα δοκίμιο για την κρίση και τους Έλληνες. Ήταν ένα εγχείρημα προκλητικό, ριψοκίνδυνο και γοητευτικό.
Πώς μπορείς, όμως, να μιλήσεις για την Ελλάδα μέσα στην κατάρρευση; Φοβάμαι ότι παρά τον ωκεανό των λέξεων, η σκέψη μας εξακολουθεί να αφήνει ανέγγιχτο το νεοελληνικό ήθος με το οποίο χρεοκόπησε ένας ολόκληρος τρόπος σκέψης, οργάνωσης και πολιτικής, στον οποίο στηρίχτηκε η μεταπολίτευση. Η κρίση ανέδειξε ανάγλυφα τις προκλητικές υστερήσεις όχι μόνο του πολιτικού συστήματος, αλλά την εν όλω αδυναμία του ελληνισμού να καταστεί μια νεωτερική κοινωνία. Προβάλλει η ανάγκη όχι μόνο να ψηλαφήσουμε τις πληγές, αλλά μιας ριζικής τομής. Το αίτημα ενός αναστοχασμού για μια νέα Στροφή, ανάλογη με εκείνη που υπαινίχθηκε ο Σεφέρης στον Μεσοπόλεμο.
Τι κάνει αυτό το «μικρό και αλαζονικό έθνος», όπως το ονόμαζε ο Νίτσε, να ξεχωρίζει θετικά ή αρνητικά; Γιατί άραγε η Ελλάδα, ενώ ήταν από τα πρώτα έθνη που κατά τον 19ο αιώνα υιοθέτησε τους πιο προχωρημένους ευρωπαϊκούς θεσμούς, ανακυκλώνει την ατελέσφορη πάλη της νεωτερικότητας με την παράδοση; Γιατί η συγκρότηση του νεωτερικού υποκειμένου που σμιλεύτηκε στη Δύση παρέμεινε στην Ελλάδα ημιτελής; Γιατί ο Λόγος παραμένει υπόσχεση χωρίς αντίκρισμα, δεν εκταμιεύεται ως ατομική ευθύνη, δεν γονιμοποιείται σε συλλογική Πράξη;
Η απόπειρα να ψηλαφήσουμε την κρίση σκοντάφτει στην επανάληψη των καταγωγικών ερωτημάτων με τα οποία γράφεται ιστορικά το ελληνικό δράμα. Στο βιβλίο αυτό επιχειρώ να ανιχνεύσω διαχρονικά την ελληνική ιδιαιτερότητα με άξονες τις έννοιες της ατομικής ευθύνης, της συγκρότησης του υποκειμένου, του εμφύλιου πάθους, της ελληνικότητας, του έθνους, του λαού, του λαϊκισμού.
Μέσα από την ιστορική διαδρομή αιώνων, διαφαίνεται ένας διαφορετικός τρόπος συγκρότησης του υποκειμένου. Στη μεν Δυτική Ευρώπη, σε ένα διαφορετικό θεολογικό πλαίσιο, την επανάσταση της Μεταρρύθμισης και τον Διαφωτισμό, διαμορφώθηκε μια νέα ατομικότητα που ερμηνεύει τον κόσμο και την κοινωνία ορθολογικά, ενώ στην Ελλάδα το υποκείμενο διαμορφώνεται εθιμικά μέσα από την κοινότητα. Η ατομικότητα προχώρησε πολύ αργά και πολύ δειλά. Η αβαθής ελληνική νεωτερικότητα περιορίστηκε στην κοινωνική επιφάνεια των θεσμών, της οικονομίας και της τεχνολογίας. Αντί της κοινωνίας των πολιτών που υπερασπίζεται τον νόμο και λογοδοτεί σε αυτόν, οι συλλογικότητες της φυλής: Έθνος, Λαός, Οικογένεια, «Εμείς-Αυτοί». Κάτω από τα φτερά τους κουρνιάζουν όλες οι ιδιοτέλειες, βρίσκουν προστασία οι ανομίες. Ο λόγος της συλλογικότητας επισκιάζει τα πάντα και αναιρεί την ατομική ευθύνη. Τη στιγμή που οι Δυτικοί επέλεγαν την πόλη, τη λογική του Αριστοτέλη, την καλλιέργεια της επιστήμης και τον «ενδοκοσμικό ασκητισμό», η ελληνική ορθοδοξία, με την παλαμική αντίληψη του ησυχασμού, στην εντελώς αντίθετη κατεύθυνση, επέλεγε να ομφαλοσκοπεί στα βουνά. Δυστυχώς και ο εθνορομαντισμός, η κυρίαρχη νεοελληνική ιδεολογία που επικράτησε αργότερα, επέτεινε το πρόβλημα.
Κι αν οι Γερμανοί χρειάζονται αρκετή από τη διονυσιακή σοφία, για να νιώσει και ο Φάουστ τον ενθουσιασμό της ζωής, εκείνο που εμείς χρειαζόμαστε, είναι ακριβώς το αρνητικό είδωλο του Ζορμπά. Μια νέα ατομικότητα, που θα τοποθετεί τη λογική πάνω από το πάθος της Ανατολής.
Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου εξετάζεται η ελληνική ιδιαιτερότητα, θέτοντας την ελληνική σκέψη στον καθρέφτη της ευρωπαϊκής: Αθήνα ή Ιερουσαλήμ; Ευκλείδης ή Νεύτων; Αντιγόνη ή Αντιγόνες; Φάουστ ή Ζορμπάς;
Μέσα από τις συγκρίσεις βγαίνουν ενδιαφέροντα συμπεράσματα. Σε αντίθεση με τους δεσποτικούς πολιτισμούς της Ανατολής, που προέκριναν ιστορικά την παθητικότητα, την υποταγή, την άρνηση του Εγώ και τη διάλυσή του μέσα στο Εμείς, στην Ελλάδα η αχαλίνωτη ελευθερία της βούλησης διαμόρφωσε ένα διαφορετικό ανθρωπολογικό πρότυπο, που ύψωσε αλαζονικά τον ελληνικό εαυτό –όπως φαίνεται και από τις τραγωδίες– έως τα όρια της ύβρεως. Αυτό το υπερτροφικό Εγώ τον οδηγεί να αντιδρά στις κατά καιρούς δεσποτείες, αλλά ταυτόχρονα διατρέχει τους αιώνες ως «κατάρα του Οιδίποδα». Μετατρέπει την κοινωνική ζωή σε ανταγωνισμό και τις δύσκολες εποχές έντασης σε εμφύλιο.
Σημαντικά συμπεράσματα προκύπτουν και από τη συγκριτική ανάγνωση δύο μεγάλων μύθων, ενός ευρωπαϊκού κι ενός ελληνικού αντίστοιχα, όπως είναι ο «Φάουστ» και ο «Ζορμπάς». Ο αντικατοπτρισμός των δυο αναδεικνύει τους κρίσιμους δείκτες της διαφοράς. Κι αν οι Γερμανοί χρειάζονται αρκετή από τη διονυσιακή σοφία, για να νιώσει και ο Φάουστ τον ενθουσιασμό της ζωής, εκείνο που εμείς χρειαζόμαστε, είναι ακριβώς το αρνητικό είδωλο του Ζορμπά. Μια νέα ατομικότητα, που θα τοποθετεί τη λογική πάνω από το πάθος της Ανατολής. Μια νέα ελληνικότητα με βάση το σωκρατικό πρότυπο του Λόγου και την τήρηση των νόμων, που θα θέτει στέρεα περιγράμματα σε μια χύδην κοινωνία, που άγεται και φέρεται από τα πάθη και την πλησμονή των αισθημάτων.
Μικρό και αλαζονικό έθνος
Δοκιμές ελληνικής αυτογνωσίας
Μάκης Καραγιάννης
Επίκεντρο
368 σελ.
ISBN 978-960-458-817-6
Τιμή €14,00
πηγή : diastixo.gr