Μποστ: «Η Φαύστα και διάφορα διηγήματα» κριτική της Ανθούλας Δανιήλ
Φαύστα. Το όνομα μάς θυμίζει αμέσως τη γνωστή τραγωδία του Βερναρδάκη, την τελευταία που παίχτηκε, με μεγάλη επιτυχία, στην καθαρεύουσα γλώσσα. Αυτής της μοιραίας και τραγικής ταυτόχρονα ηρωίδας το όνομα παίρνει ο Μποστ στα 1963 και στήνει μια δική του θεατρική Φαύστα που καμιά σχέση δεν έχει με την παλιά εκείνη βυζαντινή Αυγούστα και τα ερωτικά πάθη και παθήματά της ή μη μόνον τη γλώσσα της, αλλά διαστρεβλωμένη. Διότι της νέας Φαύστας τα πάθη και παθήματα, σε πρώτο επίπεδο είναι των γραμματικών και συντακτικών φαινομένων, σε δεύτερο επίπεδο, όμως, υπαινίσσονται πολιτικές και κοινωνικές στρεβλώσεις.
Κακοποιώντας τη γλώσσα της εξουσίας και του σαλονιού ο Μποστ έδινε γροθιά στον καθωσπρεπισμό των καθαρολόγων, στους οποίους επέστρεφε στραπατσαρισμένη τη φωνή τους από εκείνους που έγερναν προς την πλευρά της παράβασης. Η κακοποιημένη καθαρεύουσα συνιστούσε σχήμα οξύμωρο. Ήταν η αλληγορία της κοινωνικής αδικίας. Κι έτσι ο Μποστ έγινε ο «δικός» μας Μποστ.
Ο Μποστ, δηλαδή, έχει δύο στόχους τους οποίους υπηρετεί με τη γλώσσα. Πρώτον, με την ανατροπή των γραμματοσυντακτικών κανόνων δημιουργεί ένα νέο είδος κωμικού, γλωσσικού ύφους, σε μια εποχή που το θέμα της γλώσσας δεν έχει ακόμα λυθεί και τα κείμενα των Νεοελλήνων βρίθουν λαθών, υπαινισσόμενος παράλληλα τις πολιτικοκοινωνικές ανορθογραφίες και ασυνταξίες. Και τα μεν ορθογραφικά, συντακτικά και γραμματικά λάθη ήταν ικανά για να απορρίψουν μαθητή, τα πολιτικοκοινωνικά όμως μπορούσαν να στείλουν τον «ανορθόγραφο» ή αλλιώς τον «αριστερόχειρα, για «παραθερισμό» στα νησιά. Συχνά, βεβαίως, τα αστεία των κωμικών ηθοποιών στηρίζονταν στην παραποίηση των κανόνων της επίσημης γλώσσας. Αυτή τη λεπτομέρεια ο Μποστ από την περιφέρεια τη φέρνει στο κέντρο, φορτίζοντας την με περαιτέρω νόημα. Σε μικρότερη κλίμακα, βεβαίως, το είχε ήδη επιχειρήσει με τα σκίτσα και τα συνοδευτικά κείμενά του στις εφημερίδες της εποχής· η «μαμά Ελλάς», η «Ανεργίτσα» και ο «Πειναλέων» πρωταγωνιστούσαν ρακένδυτοι και πεινασμένοι. Η Φαύστα όμως είναι θεατρικό έργο και στο θεατρικό έργο το βάρος πέφτει στον λόγο, οπότε η διαστρεβλωμένη γλώσσα αναδεικνύει την τεράστια πολιτικοκοινωνική ανορθογραφία που επικρατούσε στην ελληνική κοινωνία. Κακοποιώντας τη γλώσσα της εξουσίας και του σαλονιού ο Μποστ έδινε γροθιά στον καθωσπρεπισμό των καθαρολόγων, στους οποίους επέστρεφε στραπατσαρισμένη τη φωνή τους από εκείνους που έγερναν προς την πλευρά της παράβασης. Η κακοποιημένη καθαρεύουσα συνιστούσε σχήμα οξύμωρο. Ήταν η αλληγορία της κοινωνικής αδικίας. Κι έτσι ο Μποστ έγινε ο «δικός» μας Μποστ.
Ο γιος του, Κωνσταντίνος Βοσταντζόγλου στην εισαγωγή του βιβλίου λέει ότι ο πατέρας του βρήκε δυσκολίες στην Εταιρεία Θεατρικών Συγγραφέων γιατί προϋπήρχε η Φαύστα του Βερναρδάκη και ας τους διαβεβαίωνε εκείνος πως η δική του δεν είχε καμιά σχέση με εκείνη την βυζαντινή· «οι γραφειοκράται ουδαμώς επείσθησαν». Ανέκυψε όμως κι άλλη μία δυσκολία. Ο Μποστ, επειδή οι θεατρικές σκηνές στην Αθήνα έπαιζαν «σουρεαλιστικά» έργα, πίστεψε κι εκείνος ότι και το δικό του έργο θα έβρισκε πάλκο να παιχτεί, έχοντας ειδικά στο νου του το Θέατρο Τέχνης του Καρόλου Κουν. Όμως, ο Κουν εσίγησε κι ο πατέρας σημείωσε: «Δεν στενοχωρήθηκα όμως που δεν παίχτηκε. Περισσότερο στενοχωρήθηκα ξέροντας πόσο στενοχωρήθηκε ο Κάρολος Κουν, ψάχνοντας να βρει δικαιολογία για να μην με στενοχωρήσει». Αβρότητες μεταξύ ευφυών ανθρώπων, θα λέγαμε. Όμως στην πραγματικότητα «Ο πατέρας… κόντεψε να πεθάνει», λέει σήμερα ο γιος, μέχρι τη στιγμή που έδωσε στον Εμιρζά το έργο. Και… η αυλαία σηκώθηκε και ο κόσμος προσήλθε «με τα καλά του» και άκουσε έκπληκτος για πρώτη φορά λόγο, σε δεκαπεντασύλλαβο, «επιεικώς “ανορθόγραφο”, ασύντακτο, ανατρεπτικό, αναρχικό, ελευθεριάζοντα». Πρώτη φορά άκουγε να «γελοιοποιούνται και να χαστουκίζονται με τέτοιον τρόπο η επίσημη γλώσσα, ο καθημερινός αστικός καθωσπρεπισμός, τα πολιτικά μας ήθη, η δημόσια ευπρέπεια, η κοινή λογική». Την έκπληξη διαδέχτηκε η αμηχανία, η ψυχρή αντίδραση, το μούδιασμα. Το κοινό ήταν απροετοίμαστο για κάτι τόσο προκλητικό και το έργο, ενώ παίχτηκε και ξαναπαίχτηκε, δεν βρήκε την απήχηση που προσδοκούσε ο δημιουργός του. Και πέρασαν τα χρόνια και ξαναπαίχτηκε από το θίασο του Θανάση Παπαγεωργίου και της Λήδας Πρωτοψάλτη, στο θέατρο Στοά, την περίοδο 1987-1988 οπότε και γνώρισε μεγάλη επιτυχία. Χρειάστηκαν, επομένως, είκοσι χρόνια για να ωριμάσει το κοινό και να το αποδεχτεί, αλλά πρέπει να λάβουμε υπόψη μας και τι κοσμογονικές αλλαγές, πολιτικές και κοινωνικές, είχαν συντελεστεί.
Στο βιβλίο περιλαμβάνεται και ένα προλογικό σημείωμα του ίδιου του Μποστ, σαν αυτά στα οποία ο συγγραφεύς «απολογήται προς το Κοινόν είτε με σύντομον σημείωμα εντός του προγράμματος είτε με φλύαρον διατριβήν εις τας φιλοξένους εφημερίδας». Η αφορμή ήταν μια τραγική ιστορία, λέει. Ένας καρχαρίας έφαγε ένα αγοράκι που κολυμπούσε στο Κερατσίνι. Ο Μποστ αντικατέστησε το αγοράκι με ένα κοριτσάκι που το κατάπιε ολόκληρο κάποιο κήτος και μετά είκοσι έτη, ο μανιώδης ψαράς πατέρας του ψάρεψε το ψάρι και βρήκε το κοριτσάκι. Και προσθέτει ο Μποστ ότι το έργο έχει τις εξής πρωτοτυπίες: α) Με την παρεμβολή 17 τραγουδιών γίνεται μιούζικαλ δύο ωρών, β) με την αφαίρεση των τραγουδιών γίνεται «μονόπρακτο» μιας ώρας, γ) διά της προσθέσεως 30-40 στίχων μεταβάλλεται εις έργον πολιτικόν και δ) διά της αφαιρέσεως των πολιτικών αιχμών γίνεται «σκηνικό παιχνίδι». Προσθέτοντας ή αφαιρώντας κατά περίπτωση έχουμε όλα τα θεατρικά είδη στη σκηνή. Είναι δηλαδή έργο «αυξομοιούμενο», λέει ο συγγραφέας (ανάλογα με τη λογοκρισία, δηλαδή), που δεν κατάφεραν να γράψουν ούτε ο Σαίξπηρ ούτε ο Αισχύλος «το κατόρθωσα εγώ χωρίς να κουρασθώ πολύ. Έτερον δεν έχω να προσθέσω».
Στο βιβλίο περιέχονται και τα διηγήματα Στη χώρα των τουλίπων, Αιγαίον αφτό το άγνοστον με ταξιδιωτικές εντυπώσεις, Ηρακλής μαινόμενος, στην Επίδαυρο, Το σενάριον και Το επάγγελμα της μητρός μου, όλα γραμμένα με γλώσσα αστραφτερή, σε απλή καθαρεύουσα της εποχής με άψογον τρίτη κλίση, ωμέγα και ήτα στην υποτακτική, αλλά χωρίς υπογεγραμμένη. Πάντως κανονική.
Η Φαύστα
Και διάφορα διηγήματα
Μποστ
Μεταίχμιο
189 σελ.
ISBN 978-960-566-608-8
Τιμή € 12,20
Πηγή : diastixo.gr