Λογοτεχνικά κείμενα-«Τύρφη» του Απόστολου Σπυράκη

2016-10-19 18:12
«Τύρφη» του Απόστολου Σπυράκη


Ο πατέρας μου ήταν περίεργος τύπος, εκκεντρικός θα λέγαμε, είχε μανία με τα εντομοκτόνα και τα ζιζανιοκτόνα, τα καλοκαίρια πριν κοιμηθεί κάθε μεσημέρι όπως το συνήθιζε ψέκαζε το δωμάτιό του με αεροζόλ γιατί τον ενοχλούσαν οι μύγες που υπήρχαν άφθονες στο σπίτι μας εξαιτίας του στάβλου, ύστερα κοιμόταν σ’ εκείνο το δωμάτιο και πάντα είχαμε την απορία πώς κατάφερνε να επιζήσει. Κάποτε, βοηθώντας τον χειριστή του ραντιστικού μηχανήματος στη Βάλτα, στα χωράφια με το μαύρο χώμα, στέκονταν πίσω απ’ το μηχάνημα που σκορπούσε το φυτοφάρμακο, το μηχάνημα είχε κάποιο πρόβλημα κι ο πατέρας μου έπρεπε να κρατά κλειστή κάποια τρύπα, θα πρέπει να κατάπιε άφθονα χημικά, όταν ήρθε στο σπίτι ήταν σε κακό χάλι, πάντως επέζησε κι απ’ αυτό.

Ολόκληρος ο κάμπος έχει φάει πολύ φάρμακο και χημικό, έναν καιρό είχε εμφανιστεί κι ένα σκουλήκι, η καραφατμέ, που κατέτρωγε τις ρίζες του καλαμποκιού, έβγαινε κυρίως τη νύχτα γι’ αυτό οι αγρότες άρχισαν να το ψεκάζουν με τα φανάρια αναμμένα κι όλος ο κάμπος φεγγοβολούσε. Αυτό γίνονταν για καιρό, στο τέλος το ξεπάστρεψαν το σκουλήκι, αλλά ξεπάστρεψαν μαζί κι όλο τον πληθυσμό των τσακαλιών που έσκαβε λαγούμια στο μαύρο χώμα και κυνηγούσε τα ποντίκια των χωραφιών.

Όταν πηγαίναμε τα καλοκαίρια να κολυμπήσουμε σε μια γκιόλα, βλέπαμε να επιπλέουν στην επιφάνεια μπουκάλια αλουμινένια και πλαστικά, δεν μας ενοχλούσαν. Άλλοτε πάλι παίζαμε με τα αεροζόλ που βρίσκαμε στα «σκουπίδια», ένα μέρος που μου φαίνονταν λίγο μυθικό, εκεί βρίσκαμε ό,τι μπορείς να φανταστείς, κόμικς –εκεί διάβασα πρώτη φορά τα Κλασικά Εικονογραφημένα, τους Άθλιους, τον Όλιβερ Τουίστ κι ένα άλλο που μου είχε κάνει τρομερή εντύπωση, τη Φεγγαρόπετρα–, συλλογές νομισμάτων, μια φορά είχαμε βρει κι ένα σπαθί αληθινό! Για να περιορίσουν τα απορρίμματα κατά καιρούς έβαζαν φωτιά που έκαιγε μέρες γεμίζοντας τον ουρανό με καπνό μαύρο, εμείς ρίχναμε μέσα στα λάστιχα των τρακτέρ που καίγονταν τα αεροζόλ κι έπειτα καθόμασταν να τα δούμε όπως έσκαγαν στον αέρα σα ρουκέτες, αφήνοντας πίσω ένα σύννεφο...

Τα τενάγη των Φιλίππων ήταν ένα απέραντο έλος κάποτε, προτού αποξηραθεί κυνηγούσαν εκεί πέρα βίδρες και πάπιες που ήταν άφθονες, ο προπάππος μου που δούλευε στα καπνομάγαζα της Καβάλας συνεργάζονταν με Αυστριακούς εμπόρους, μαζί τους πήγαινε για κυνήγι στη λίμνη, καμιά φορά κοιμόντουσαν σε κάτι καλύβες ανάμεσα στα καλάμια. Παλιά υπήρχε ένα καραβάκι που περνούσε όσους ήθελαν να περάσουν στην άλλη πλευρά της λίμνης, ακόμα και τώρα η περιοχή εκείνη ονομάζεται «καράβι», ένα βράδυ ο παππούς μου που ήταν φαντάρος στη Δράμα και είχε άδεια δεν πρόλαβε τον βαρκάρη, φαίνεται θα είχε πάει για ύπνο κι ο παππούς μου κατέφυγε σ’ ένα διπλανό χωριό σε κάτι συγγενείς, στην είσοδο του οικισμού παραλίγο να τον κατασπαράξουν τα σκυλιά που αφθονούσαν κι εκείνα τότε...

Η τύρφη των τεναγών λέγανε ότι έκανε το χώμα πιο εύφορο, ιδανικό για κάποιες φυτείες, εκατομμύρια χρόνια πριν εκείνο το μέρος, λέει, ήταν ένα δάσος πυκνό που καταπλακώθηκε για ατελείωτα χρόνια μέχρι που έγινε εκείνο το ιδιόμορφο χώμα που έμοιαζε με κάρβουνο σε σκόνη, επί δικτατορίας ήθελαν να ξεκινήσουν εκεί ένα εργοστάσιο για να την αξιοποιήσουν ως καύσιμο μα ο δεσπότης ο Αμβρόσιος, επικεφαλής των αγροτών απάνω στο τρακτέρ, είχε ματαιώσει τα σχέδιά τους. Ήταν εκείνος ο δεσπότης που είχα δει στην εκκλησία να κατακεραυνώνεται από τον γυμνασιάρχη του χωριού επειδή είχε πει κάτι για τα παιδιά του Πολυτεχνείου, ότι δεν έκαναν και τίποτε σπουδαίο και γιατί να τιμώνται, μιλούσε κάπως ειρωνικά. Ήμουνα μέσα στην εκκλησία, πιτσιρικάς τότε, και θυμάμαι έναν άντρα να φωνάζει κουνώντας το χέρι του στο ύψος του κεφαλιού του, ταράζοντας την ηρεμία της λειτουργίας, «Εκείνα τα παιδιά ήταν ήρωες, θα έπρεπε να ντρέπεστε!», κάτι τέτοια έλεγε ο άντρας που ήταν γυμνασιάρχης, ο δεσπότης είχε απαντήσει ψύχραιμα, δεν το περίμενε, το είχαν γράψει την άλλη μέρα και οι εφημερίδες. Ήμουν πιτσιρικάς τότε αλλά τα θυμάμαι όλα, μου είχε κάνει μεγάλη εντύπωση, ως συνήθως καθόμουν κοντά στο ιερό χαζεύοντας τ’ αγγελάκια και τις άλλες φιγούρες που είχαν σκαλίσει στο ξύλινο τέμπλο της εκκλησίας που ήταν σκεπασμένη με σχιστόλιθους, εκεί είχε γίνει η νεκρώσιμη ακολουθία της γιαγιάς μου, με τους ψάλτες να ψάλλουν σπαραχτικά το «Άμωμοι εν οδώ...» και το «Αι χείρες σου εποίησάν με και έπλασάν με», έπρεπε μετά στην πομπή για τα νεκροταφεία να κουβαλήσω το καπάκι απ’ το φέρετρο μες τη ζέστη, μου είχε φανεί ασήκωτο.

Τα πρωινά όταν ξυπνούσα απ’ το παράθυρό μας έβλεπα τον κάμπο μέχρι πέρα μακριά κατά τα σύνορα με τη Βουλγαρία, ποτέ δεν μου άρεσε η δουλειά στα χωράφια, είτε τις νύχτες όταν έπρεπε να σηκωθούμε μες τ’ άγρια χαράματα για να μαζέψουμε καπνό προτού μαραθεί, είτε τις μέρες που σκαλίζαμε ατέλειωτες εκτάσεις από καλαμπόκι μες το λιοπύρι και τη σκόνη, είτε τ’ απογεύματα που φυσούσε ο Λίβας από το νοτιά και μας έπνιγε. Κάθε φορά που πληρώνονταν ο πατέρας μου απ’ τα καλαμπόκια και τα στάρια που πουλούσαμε έπρεπε απαραίτητα να πάει σε κανένα εστιατόριο και να χλαπακιάσει κανένα κοτόπουλο ή παστίτσιο που ήταν το αγαπημένο του και ποτέ δεν έμαθε να το φτιάχνει η μάνα μου, τα χρήματα πάντα τα διαχειρίζονταν μονάχος του, έτσι γίνονταν σε μας, εμείς μονάχα δουλεύαμε σα μαύροι και μετά βλέπαμε τα χάρτινα κορδελάκια με τα ποσά που εισέπραττε, τα βράδια όταν γυρνούσε απ’ το καφενείο έψαχνα πάντα τις τσέπες του για καμιά γκοφρέτα ή άλλο γλυκό που είχε κερδίσει στην ξερή. Είχε μανία, όπως σου είπα, με τα φυτοφάρμακα, άλλες εποχές τότε, για το μόνο που δεν τα χρησιμοποιούσε ήταν τα ποντίκια, γι’ αυτά είχε άλλη μέθοδο, κατά καιρούς οργάνωνε κυνήγι αρουραίων που κατέκλυζαν την αποθήκη με το στάρι μας, στο κυνήγι συμμετείχαμε όλοι με σκούπες, φτυάρια κι άλλα σύνεργα φονικά, με το που τελείωνε του άρεσε να πλένεται στη βρύση που είχαμε στον κήπο φορώντας τα εσώρουχά του, όταν ο γείτονας τού έκανε παρατήρηση γιατί η γυναίκα του είχε σοκαριστεί, έβαλε ένα κομμάτι τσίγκο μπροστά στο φράχτη και συνέχισε το πλύσιμο όπως ήξερε...

Αγαπούσε τα ζώα πιο πολύ απ’ τους ανθρώπους ο πατέρας μου, όταν επέστρεφε απ’ το χωράφι πρώτα πήγαινε στο στάβλο να δει τι κάνουν τα ζωντανά, φοβούνταν πάντα μια τρελή αγελάδα που κατάφερνε να λύσει το σκοινί της και να τριγυρνά όπου ήθελε, εκείνη η αγελάδα τελικά λύθηκε ένα βράδυ κι αφού κατατρύπησε τη διπλανή της με τα κέρατα, βρήκε το βαρέλι με το φύραμα κι έφαγε ώσπου έσκασε. Και μια άλλη μαύρη αγελάδα είχαμε, πανέξυπνη, μια ντόπια ράτσα, όταν βγάζαμε τα ζώα για βοσκή τα πιο δύσκολα μονοπάτια αυτή τα ‘βρισκε, αργότερα τη στέλναμε μαζί με τ’ άλλα γελάδια του χωριού να τα βοσκήσει ο Λευτέρης, ένας γείτονας βοσκός που μας έφερε ένα απόγευμα τη μαύρη αγελάδα με το κέρατο σπασμένο, βουτηγμένο στο αίμα, της είχαμε βάλει κόκκινο πιπέρι για να κλείσει η πληγή, δεν του ξαναδώσαμε τα ζώα μας. Εγώ δεν είχα πρόβλημα με τον Λευτέρη, αυτόν που μισούσα ήταν ο χασάπης, ένα ξανθό βουβάλι μ’ ένα μάτι χαλασμένο, που έρχονταν για να πάρει τα στείρα ζώα, φαντάσου ότι είχαμε μεγαλώσει μαζί τους για χρόνια και κάποια στιγμή λέγανε ότι ήταν άχρηστα, κάθε φορά που γίνονταν αυτό η μάνα μου έκλαιγε...

Προτιμούσα τα ζώα απ’ τα χωράφια, ήταν πιο ωραία, γυρνούσες ένα σωρό μέρη, το χειμώνα όταν τελείωναν τ’ αλωνίσματα καβαλούσα το άλογό μας και κατέβαινα στα τενάγη με το μικρό μας κοπάδι, πολλές φορές είχε κρύο, άλλοτε ομίχλη, άλλοτε χιόνι, στο ποτάμι που υπήρχε εκεί κάτω έβλεπες πουλιά, ψάρια, όταν έκανε παγωνιά ήταν ζόρικα, τα ποδιά μου ξύλιαζαν, τα ζώα βέβαια δεν είχαν πρόβλημα εφόσον έβρισκαν όση τροφή ήθελαν, όπως βολόδερνα θυμόμουν τις ιστορίες του παππού μου που όργωνε τα χωράφια με τα βόδια και τη νύχτα κοιμόταν εκεί κάτω, πού να προλάβει να γυρίσει στο χωριό.

Μια παραμονή πρωτοχρονιάς καθώς έβοσκα τα ζώα άκουγα καθαρά τις μπάντες που έπαιζαν στα χωριά τα κάλαντα, οι ήχοι απ’ τις τρομπέτες και τα τρομπόνια αντηχούσαν στα γύρω βουνά κι ακούγονταν σ’ όλη την έκταση μέχρι πέρα μακριά με το δειλινό να πέφτει αργά, καθόμουν κοντά στο ποτάμι ακούγοντας τις μουσικές, δεν το περίμενα ότι η κοιλάδα θα λειτουργούσε σαν μεγαλόπρεπο ηχείο, όταν αισθάνθηκα κάτι να κινείται μέσα στα χόρτα, πίσω από τους θάμνους ένα τεράστιο καφετί αγριογούρουνο μασουλούσε μια κουκουνάρα καλαμποκιού, οι τρίχες του έμοιαζαν με βελόνες άγριες, έμοιαζε ευχαριστημένο, ποιος ξέρει από ποιο λαγκάδι είχε κατεβεί, τι αποστάσεις είχε καλύψει για να φτάσει εκεί κάτω κι ούτε που φαίνονταν να το ‘νοιαζε η ερημιά τριγύρω, είχα αφαιρεθεί παρακολουθώντας το, ούτε που κατάλαβα την ώρα που περνούσε, σε μια στιγμή ένιωσα γύρω να πέφτουν νιφάδες χοντρές σαν διάφανα κρυσταλλάκια που στέκονταν μετέωρα για λίγο προτού πέσουν στο χώμα κι εξαφανιστούν, χιόνιζε, τα ζώα όταν αισθάνθηκαν ότι βράδιαζε τράβηξαν μόνα τους για το σπίτι, φαίνονταν μακριά στο μονοπάτι το ένα πίσω από το άλλο σε μια σειρά αγνοώντας τις χοντρές νιφάδες που έλιωναν στο παχύ τους τρίχωμα, έτρεξα να τα προλάβω, από μακριά ακούγονταν οι μπάντες που έπαιζαν εμβατήρια πρωτοχρονιάτικα, μια φωτιά είχε ανάψει κάποιος να κάψει τις καλαμιές για να σκοτώσει τα παράσιτα της γης, κάτω απ’ τα χορτάρια καίγονταν κι εκείνο το χώμα το μαύρο μέχρι μέσα βαθιά...

Πηγή : diastixo.gr