Λογοτεχνικά κείμενα-«Ημερολόγια» του Απόστολου Σπυράκη

2016-04-28 08:24
«Ημερολόγια» του Απόστολου Σπυράκη


Σε όσους με πίστεψαν

Όλα αυτά τα χρόνια έγραφα κι από κάτι, προσπάθησα να γράψω ποιήματα, ύστερα θεατρικά ώσπου στο τέλος βρήκα τη φόρμα που μου ταίριαζε, κρατούσα σημειώσεις, σ’ ένα μικρό μπλε τετράδιο, στις εστίες τις φοιτητικές, στο στρατό, στις διάφορες δουλειές που έκανα, θυμάμαι το πρώτο διήγημα που έγραψα, λεγόταν «Το αυγό» και μιλούσε για τη συγχωρεμένη τη γιαγιά μου με τα πόδια πάντα πρησμένα από τη φλεβίτιδα, δεν μου είχε αρέσει και το πέταξα. Έγραψα μερικά ακόμα πράγματα κι ύστερα για καιρό πολύ, που ούτε κατάλαβα πως πέρασε, τα παράτησα, κάπου-κάπου σκάρωνα κάτι, υπήρχαν κάποια γεγονότα που ήξερα ότι άξιζε να καταγραφούν, κάποια τα σημείωσα, άλλα τα ξέχασα, χάθηκε κι εκείνο το μπλε τετραδιάκι...

Με το που έφυγε η Χ. στην Αργεντινή έγραψα δύο ιστορίες, η κυρία Ελένη μια Ξανθιά γυναίκα πάνω από τα πενήντα τα διάβαζε ένα βράδυ που είχα γονατίσει για να της εξηγήσω μια απορία σ’ ένα ιδιαίτερο μάθημα. Όταν ξεκινούσε τα μαθήματα μετά από καιρό ήταν σαν να περπατούσε στην άβυσσο και χρειαζόταν μεγάλη υπομονή, αφού τα κοίταξε μου είπε: «Μάζεψε υλικό κι αν αξίζει πραγματικά θα βγει στην επιφάνεια μια μέρα». Όταν ερωτεύτηκα ξανά ύστερα από μια δεκαετία κατάλαβα ότι ήταν η ώρα, κάθε νύχτα σκεφτόμουν την αγγλική παροιμία «Make hay when the sun shines», για μένα ο ήλιος έλαμπε τότε και δεν θα άφηνα την ευκαιρία με τίποτα, γράφοντας πολύ γρήγορα τελείωσα κάμποσα κείμενα καθώς όλα όσα μάζευα μέσα μου για χρόνια με πίεζαν για να βγουν στην επιφάνεια. Έστειλα τα γραπτά στους εκδοτικούς οίκους και περίμενα ώσπου με ειδοποίησαν να κατέβω στην Αθήνα μες στη Μεγάλη Βδομάδα.

Είχα πάνω από δεκαπέντε χρόνια να κατέβω στην πρωτεύουσα, στο σιδηροδρομικό σταθμό της Θεσσαλονίκης περίμενα το τρένο μαζί με μια ομάδα Πακιστανών, τα παιδιά τους ζωηρά με κόκκινα μάγουλα έτρεχαν κι έπαιζαν ανάμεσα στα φωτεινά ηλεκτρονικά μηχανάκια. Στο τρένο διπλώθηκα στο κάθισμα για να κοιμηθώ, ένας σωματώδης, βλογιοκομμένος Καυκάσιος ροχάλιζε, δυο μαύροι κοιμόντουσαν στο μεταλλικό πάτωμα με τις ράγες να τρίζουν από κάτω τους, προσπαθώντας να κοιμηθώ έψαχνα σταθμούς στο ραδιόφωνο, δεν έπιανα τίποτα, θα πρέπει να περνούσαμε από βουνά και κάμπους, έξω απ’ την Αθήνα άρχισα να πιάνω σήματα.

Μιας και είχα χρόνο έκανα μια βόλτα στο κέντρο, ένας νευρικός κουρέας με κούρεψε στην Ομόνοια, ένα παιδί μελαχρινό με δόντια χαλασμένα μου εξήγησε έξω απ’ το μετρό κατά που πέφτουν τα Εξάρχεια, πήγα στο ραντεβού μου λίγο νωρίτερα, ο εκδότης μου φάνηκε απροσδόκητα φιλικός, υπέγραψα το συμβόλαιο χωρίς να το διαβάσω –πάντα τα βαριέμαι αυτά τα κείμενα– στο γραφείο όπου μιλούσαμε πρόσεξα ένα παράθυρο ερμητικά κλειστό σε μια γωνιά που έβλεπε κάπου σκοτεινά, σκέφτηκα ότι δεν θα μπορούσα να ζήσω σε μια πόλη χωρίς να κοιτάζω τον ανοιχτό ορίζοντα. Ο εκδότης μού χάρισε δύο βιβλία, χαιρετηθήκαμε, έφυγα το μεσημέρι και το βράδυ ήμουν πίσω στη Θεσσαλονίκη, πήγα κατευθείαν στο αναλόγιο ενός μικρού μικρού παρεκκλησιού που είχα ανακαλύψει μες στο σταθμό των τρένων, ήταν Μεγάλη Τετάρτη.

Εκείνο το Πάσχα είχα αποφασίσει να μελετήσω τη Μεγάλη Βδομάδα ακόμα βαθύτερα, κάθε χρόνο ανακάλυπτα καινούργια πράγματα, τη Μεγάλη Πέμπτη ήταν δύσκολα έτσι όπως άλλαζαν οι ήχοι συνέχεια, έπρεπε να είσαι πολύ εξασκημένος. Μου ’κανε εντύπωση ότι ο Χριστός δεν πέθαινε εύκολα αλλά «κράξας φωνή μεγάλη», κι έπειτα σχιζόταν το καταπέτασμα του ναού, και κομματιάζονταν οι πέτρες, κι άνοιγαν οι τάφοι, κι όπως μας εξήγησε ωραία ο παππάς η Σελήνη έκανε αγώνα δρόμου για να προλάβει να κρύψει τον ήλιο «Από έκτης ώρας έως ενάτης...»

Τη Μεγάλη Παρασκευή συγκινήθηκα όταν ο Βαγγέλης, ένας παλιός ψάλτης με κινησιακά προβλήματα στάθηκε μπροστά στον σταυρωμένο Χριστό και είπε το «Σήμερον κρεμάται επί ξύλου». Μ’ έβαλαν να διαβάσω τις προφητείες και τους ψαλμούς τους οποίους μπορώ να καταπιώ αν χρειαστεί διαβάζοντας γρήγορα όλες εκείνες τις περίεργες λέξεις με τα σύμφωνα να χτυπιούνται μεταξύ τους παράγοντας περίεργους ήχους. «Ο εξαποστέλλων πηγάς εν φάραγξιν ανά μέσων των ορέων διελεύσονται τα ύδατα...». Παρατηρούσα ότι όπως έχει δομηθεί η Εβδομάδα των Παθών ο Χριστός υποχωρεί και ηττάται και ποδοπατείται και εξευτελίζεται για να επανέλθει νικητής, στο «Η ζωή εν τάφω» οι μεγαλύτεροι σε ηλικία ψάλτες τα είχαν κι έμεινα εγώ με τον Κλεόβουλο, ένα νέο παιδί που ήταν ο βασικός ψάλτης.

Στην περιφορά πρόσεξα το καταπληκτικό τροπάριο «τον ήλιον κρύψαντα» του Γεώργιου Ακροπολίτη που φαίνεται ότι εκτός από διοικητικές ικανότητες είχε και λογοτεχνικό ταλέντο, οι στίχοι είναι έξοχοι όπως ο Ιωσήφ παρακαλεί τον Πιλάτο να του δώσει το σώμα του Ιησού «Δος μοι τούτον τον ξένον, ον ξενίζομαι βλέπειν, του θανάτου το ξένον... Δος μοι τούτον τον ξένον ος ως ξένος ουκ έχει την κεφαλήν που κλίνη...» Θα ‘πρεπε να ένιωθε πολύ μόνος ο Χριστός εκείνες τις στιγμές.

Τη μέρα του Πάσχα ήμουν στο πατρικό, πήγαμε με τη μάνα μου να δούμε τον πατέρα μου, τον είχαν σ’ ένα κέντρο αποκατάστασης στους Σιταγρούς, ένα χωριό έξω από τη Δράμα. Όταν τον είδα, το ένα μάτι του ήταν κάπως κλειστό, ήταν άσχημα ξυρισμένος με γένια πολλά κάτω απ’ τον λαιμό, μου ζήτησε μια λεμονάδα, ζήτησα ξυράφι, νερό κι έναν νυχοκόπτη, τον ξύρισα, του έκοψα τα νύχια, τον καθάρισα γενικώς. Με ρώτησε αν έψαλα κι έπιασε κάτι σε ήχο δεύτερο, μου είπε ότι μια Μεγάλη Πέμπτη ήταν ολομόναχος σε μια εκκλησία στη Συμβολή, ένα χωριό των Σερρών κάπου κοντά στον ποταμό Αγγίτη, «Πέθανα εκείνο το βράδυ», ψιθύρισε, «Δεν είχα κανέναν να με βοηθήσει!» Του έφεραν να φάει, ρώτησα το γιατρό πότε θα τον βγάλουν. Στο διπλανό κρεβάτι κείτονταν κάποιος άντρας με κομμένα τα πόδια ψηλά στους γλουτούς, δεν είχα δει ποτέ κάποιον να τον επισκέπτεται, τον φοβόμουνα λίγο, η μάνα μου τον πλησίασε, κάτι του είπε ψιθυριστά και του ‘δωσε να πιει ένα ποτήρι νερό. «Ευχαριστώ», είπε ο ανάπηρος.

Φύγαμε, όπως γυρνούσαμε στο σπίτι κοιτούσα απ’ τα παράθυρα του αυτοκινήτου τα κίτρινα χωράφια με τις ανθισμένες ελαιοκράμβες που καλλιεργούσαν για βιοκαύσιμο. Στο πατρικό μου βαριόμουν, δεν ήξερα τι να κάνω, όπως σκάλιζα κάτι παλιά χαρτιά ανακάλυψα ένα ημερολόγιο της μητέρας μου γραμμένο με τα τρεμουλιαστά της γράμματα, της το είχε προτείνει ο γιατρός γιατί έπασχε από ιλίγγους αλλά δεν μας έλεγε ποτέ τίποτα, ήταν κάπως έτσι: Σήμερα Αγίου Δημητρίου, έπεσα χωρίς να το καταλάβω και χτύπησα το μάτι μου. Μελάνιασε...
Σήμερα με τη βοήθεια του Θεού, είμαι καλύτερα...

Το βράδυ ήμουν σε υπερένταση, διάβαζα κομμάτια της Παλαιάς Διαθήκης και είχα κολλήσει σ’ εκείνη την εξωπραγματική σκηνή όπου ο Ιακώβ παλεύει με το Θεό και είναι τόσο δυνατός ώστε μπορεί να τον βλέπει κατά πρόσωπο, ένα φύλλο έλειπε απ το παλιό βιβλίο και χάλασα τον κόσμο να το βρω ανακατεύοντας σελίδες μέσα σε κιβώτια χάρτινα, στον πάτο ενός απ’ αυτά το μάτι μου έπεσε στο μπλε τετράδιο που έψαχνα χρόνια, με το που το άνοιξα στιγμές από το παρελθόν που είχα ξεχάσει εντελώς άρχισαν να ξαναζωντανεύουν.

ΕΣΤΙΕΣ
Ακόμα μια στριμωγμένη μέρα. Ο νυχτοφύλακας με τα χέρια γίγαντα ψάχνει κτηνίατρο για τα τρελά περιστέρια του.(Έμενα στις φοιτητικές εστίες τότε και δεν ήξερα ότι τα πουλιά τρελαίνονται).

ΔΟΥΛΕΥΟΝΤΑΣ ΣΤΟΥΣ ΚΗΠΟΥΣ
Ψάχνω για το καλοκαίρι στον τρελό αέρα που φέρνει στα ρουθούνια τη μυρωδιά της πυρκαγιάς, στο χορτοκοπτικό που έσπρωχνα μες τον ήλιο με το κεφάλι σάπιο και βρομισμένο, μες τα χόρτα βρήκα ένα γεράκι πληγωμένο, με γρατζούνισε...

VIACAL
(Δούλευα τότε σε μία διαφημιστική εταιρεία και μοιράζαμε απορρυπαντικά στα διαμερίσματα).
Ο γέρος μου ‘κλεισε απότομα την πόρτα. Μια άλλη γυναίκα ξύπνησε αλαφιασμένη και μ’ έβρισε. Στο λεωφορείο μια όμορφη κοπέλα. Με στρίμωξαν σε μια θέση κι ένιωθα άσχημα...

ΚΙΛΚΙΣ
Στα πρακτορεία μου ‘ρχεται πάλι να κλάψω. Τα όπλα είναι κρύα. Ένας φαντάρος το ‘σκασε απ’ το πειθαρχείο. Τον βρήκαν σ’ ένα δασάκι. Ακούσαμε ότι κάποιο παιδί κρεμάστηκε το ξημέρωμα...

ΚΕΒΟΠ
Αθήνα. Φλεβάρης Μάρτης ‘94. Μεσίστια η σημαία για το πένθος. Αναφορά. Σκυλιά δαγκώνονται στο βάθος του παγωμένου πρωινού. Τη νύχτα αγγαρεία στο διοικητήριο. Δίσκοι πεταμένοι στο υπόγειο. Πρέπει να καθαρίσουμε. Ξεχαρβαλιασμένα κρεβάτια στα φυλάκια. Ο Δ. τρώει με τα χέρια. Σκοπιά στην Ελευσίνα σ’ ένα φυλάκιο όπου λένε ότι κάποτε πυροβόλησαν έναν φαντάρο. Φοβάμαι. Άνοιξη. Κίτρινα λουλούδια μικρούτσικα ανθίζουν δίπλα στον τοίχο...

ΛΑΡΙΣΑ
Σταθμός. Φαντάροι κοιμούνται στα καθίσματα. Τι γυρεύω εδώ πέρα;

ΕΒΡΟΣ-ΧΕΛΙΔΟΝΙΑ
Τα σκυλιά σε ξυπνούν ουρλιάζοντας πέρα απ τα σύνορα. Νυχτερινές ασκήσεις. Κοιμάμαι στα σταροχώραφα. Βάζω άχυρα κάτω απ’ το χιτώνιο να μην κρυώνω. Ροκ ακούμε στο φράγμα (ένα φυλάκιο στον ποταμό Άρδα). Το στομάχι του Βέργου έσπασε απ’ τις κόκα κόλες. Ο Διοικητής (τρελός) έφερε τη γυναίκα του στο τάγμα, στη γιορτή, μια ξέθωρη ξανθιά με βαθύ ντεκολτέ που μου προκαλεί εμετό. Γριές γυρίζουν το χόρτο να στεγνώσει στον ήλιο. Στην εκκλησία μια νεκροκεφαλή για το μνημόσυνο...

ΧΑΝΟΝΤΑΣ ΣΤΟ ΤΑΒΛΙ
(Έκτοτε δεν ξανάπαιξα, υπέφερε εκείνο τον καιρό μια θεία μου από μια ασθένεια αίματος).
Πρόσεχε την κοιλιά της γέφυρας, το νερό και τις άσπρες πέτρες.
Το άσπρο είναι εξουθενωτικό, το αίμα χρειάζεται σίδηρο.
Το χέρι πιασμένο στον ιμάντα.
Μάννα άσε το άλογο να ψοφήσει.
Ο λάκκος αγριεύει τη νύχτα καθώς τα παιδιά ψάχνουν για σαλιγκάρια ανάμεσα στα κροταλίσματα των βατράχων.
Ένα κόκκαλο σπασμένο απέναντι στο ουράνιο τόξο.
Θα φύγω απ’ το παράθυρο όταν έρθουν.

Πηγή : diastixo.gr