Λίνα Σόρογκα: «Χρυσά λούπινα»

2018-05-10 17:22

Λίνα Σόρογκα: «Χρυσά λούπινα»

Η Λίνα Σόρογκα αναλαμβάνει να μνημειώσει τις διαδοχικές μορφές μαθητείας ενός αφηγητή συγγραφέα. Με μια επιφανειακά απλουστευμένη αφήγηση, μ’ έναν καθημερινό λόγο μάς υποβάλλει την πάλη του συγγραφέα με την τέχνη του. Όπως και αν το έχει σκεφτεί η συγγραφέας, με το απολαυστικό μυθιστόρημά της μας προσκαλεί να γίνουμε «λουπινοφάγοι».

Ο τίτλος

Στην αγγλική γλώσσα υπάρχει ο ιδιωματισμός «to gild the lily», που σημαίνει «χρυσώνω τον κρίνο», δηλαδή αλλοιώνω κάτι πολύ όμορφο βάζοντάς του περιττά στολίδια. Αλλά ο τίτλος του μυθιστορήματος της Λίνας Σόρογκα Χρυσά λούπινα θα μπορούσε να παραπέμπει σ’ έναν περίεργο συνδυασμό: το πολύτιμο και σπάνιο μέταλλο, το αποθησαυρισμένο (ο χρυσός είναι το μοναδικό μέταλλο με κίτρινο χρώμα στη φύση), με τον ωχροκίτρινο καρπό-τροφή για τους πεινασμένους, το «κρέας του φτωχού», ήτοι μια πρόσμειξη του ακριβού με το ευτελές. Υπάρχει, ωστόσο, μια ενδιαφέρουσα εκδοχή σύμφωνα με την οποία τα λούπινα χρησιμοποιούνταν αρχικά σε ρωμαϊκές παραστάσεις ως «ψεύτικα νομίσματα» (nummus lupinus), δηλαδή φαίνεται πως οι ηθοποιοί όταν έπαιζαν θέατρο πληρώνονταν με λούπινα αντί για νομίσματα, και έτσι εδραιώθηκε η χρήση της ονομασίας lupinus. Ο γιος του αφηγητή, άλλωστε, μαθαίνει τι σημαίνει λούπινο από τον πατέρα του: «“Τα νομίσματα από λούπινα οι αρχαίοι Ρωμαίοι τα λέγανε νούμι λούπινι. Άνοιξε τα χεράκια να σου δώσω μερικά”. “Νού-μι λού-πι- νι, νού-μι λού-πινι, νού-μι λού-πι-νι”, συλλάβιζε τις λέξεις και τις επαναλάμβανε με ενθουσιασμό ο Αντωνάκης».

Αλλά το λούπινο με τις ψυχοτρόπους-ηρεμιστικές και παραισθησιογόνους ιδιότητες χορηγείτο στους επισκέπτες του Νεκρομαντείου του Αχέροντα. Οι μάντεις, για να επιτύχουν την επικοινωνία με τις ψυχές των νεκρών, έτρωγαν λούπινα. Έτσι, με την κάμψη και τη χαλάρωση των αισθήσεων, οι εν ζωή μπορούσαν να εγκαταλείψουν προσωρινά τα εγκόσμια και να έρθουν σε επαφή με τους νεκρούς στον Κάτω Κόσμο. Παράλληλα, όσο πιο αυξημένη είναι η ζήτηση του χρυσού, επομένως και η τιμή του, τόσο πιο βαθιά πρέπει να κατέβουν οι χρυσωρύχοι στα έγκατα της γης για να τον βρουν.

Από την πλευρά της φυσικής, ας επισημάνουμε ότι ο χρυσός έχει στον πυρήνα του μονό αριθμό πρωτονίων, πράγμα που συνεπάγεται την τρομερή σπανιότητά του στη φύση. Τα λούπινα είναι κι αυτά σπάνια όπως ο χρυσός. Από τους αρχαίους χρόνους έπαιζαν σημαντικό ρόλο στη διατροφή ανθρώπων και ζώων, με εξαιρετικές θρεπτικές ιδιότητες. Επίσης, οι ωχροκίτρινοι καρποί, σύμφωνα με τον Λουκιανό, ήταν απαραίτητο μέρος των δείπνων της Εκάτης, της θεάς «των νυκτίων φαντασμάτων». Τα σπέρματά τους ήταν ακόμη γνωστή τροφή των Κυνικών Φιλοσόφων ως επιδόρπια στα συμπόσια. Έτσι, η κυρία Μαριτιέρ στη Μασσαλία, στο μυθιστόρημά μας, σερβίρει τα λούπινα σαν ερωτικό φίλτρο, κι αυτή μια Εκάτη. Ο τίτλος Χρυσά λούπινα κατακτά την πολυσημία του.

Η Λίνα Σόρογκα με τον τίτλο αυτό μάς τοποθετεί μπροστά στην ασκητική αυστηρότητα του τοπίου της Μάνης, στη Βανίτσα, το μικρό χωριό του Γυθείου στους πρόποδες του Ταϋγέτου, όπου εμφανίζεται πολύμισχος, ποώδης ο θησαυρός εξαιτίας της γεωλογικής σύστασης του εδάφους της μανιάτικης γης και τροφοδοτεί τη ζωή. Το μυθιστόρημα βρίθει αναφορών στα λούπινα (καρβέλια από λουπινόψωμο, λουπινοαλεύρι, η μανιάτικη σταφίδα μας το λούπινο). Και αλλού πικρά λούπινα σαν τους Μανιάτες, εκδικητικά σαν το μανιάτικο αίμα, καθορίζουν τη ζωή του Δημοσθένη Δοξαρά, του αφηγητή του μυθιστορήματος, τόσο ώστε και μετά τον θάνατό του, η κόρη του Βασιλική να καταθέτει στο μνημείο του στεφάνι καμωμένο από λευκά λούπινα. Να λοιπόν τα δύο χρώματα που ξεχωρίζουν στον χρωματικό καμβά του μυθιστορήματος: το χρυσό, αλλά και το λευκό.

Λούπινος ο λευκός (lupinus albus)

Στην Ελλάδα, παλαιότερα, καλλιεργούνταν κυρίως το λευκό, ντόπιο, πικρό λούπινο, που ύστερα από την κατάλληλη αποπίκρυνση καταναλωνόταν από ανθρώπους και ζώα. Η καλλιέργειά του γινόταν στην Πελοπόννησο, και κυρίως στη Μάνη. Με τα λόγια της συγγραφέως, τα λευκά λούπινα ήταν «ένας λευκός χλοοτάπητας που κυμάτιζε στον άνεμο, με τους άσπρους φουντωτούς κώνους και τα φύλλα-χέρια που χαιρετούν», ίσως από τις ελάχιστες μαγικές περιγραφές του επαρχιακού τοπίου. Από τα πολύτιμα ψυχανθή το λευκό χρώμα μεταφέρεται στην ενδυματολογική επιλογή των χαρακτήρων: ο Δημοσθένης αρέσκεται να φορά λευκό πουλόβερ όταν συναντάει τα σημαντικά πρόσωπα της ζωής του, και λευκό χιτώνα όταν περπατά μόνος, μετανάστης πια στο λιμάνι της Μασσαλίας, ενώ η Αναστασία Αλφόνσο Ζαφείρη-Μαριτιέρ ντύνεται με λευκά μεταξωτά για να τον συναντήσει. Παράλληλα, η αδερφή του Δημοσθένη, το δίδυμό του, το alter ego του, συνειδητοποιεί αμέσως τον ρόλο της στην κατοχική Ελλάδα. Ακολουθεί τον αγαπημένο της στα βουνά, παίρνει μέρος στην εθνική αντίσταση και χάνεται από το σκηνικό του χωριού καβαλώντας το άλογο. Όσο είναι στη Βανίτσα, παρομοιάζεται με γιασεμί και ονομάζεται Χιονία. Σε κάποιες περιγραφές του κειμένου, χιονίζει στον Ταΰγετο. Μέσω της Χιονίας, ο Δημοσθένης προσλαμβάνει το θέμα της εξέγερσης και της επανάστασης, αντιλαμβάνεται ότι η αδερφή του αποκλίνει απότομα από τον κανόνα, επειδή ανασυνθέτει η ίδια τη μοίρα της (ερωμένη, ιδεαλίστρια, αντάρτισσα, ανύπαντρη μητέρα). Εκείνη οδηγείται στις φυλακές της Σπάρτης. Ο Δημοσθένης μαθαίνει ότι ενηλικίωση σημαίνει σύγκρουση κυρίως με τον εαυτό του. Όλα μέσα του μετεωρίζονται.

Και τα δύο αδέρφια συχνά πηγαίνουν βόλτα με το άλογο στους πρόποδες του Ταϋγέτου και συσχετίζονται αθέατα και μυστικά με τα ημιάγρια άσπρα άλογα της Καμάργκ, του υδροβιότοπου στο Δέλτα του Ροδανού, που συγγενεύουν μ’ αυτά των αρχαίων Ελλήνων, ζουν ελεύθερα στα απέραντα βοσκοτόπια, ονομάζονται και άλογα της θάλασσας λόγω της μεγάλης οπλής τους για να προσαρμόζονται στα βαλτώδη εδάφη. «Οι Μανιάτες δεν φημίζονταν άλλωστε για το ύψος τους, μα για τη λεβεντιά τους, ράτσα σταράτη, καθαρόαιμη, έτσι μας έλεγε ο πατέρας». Τέλος λευκό παραμένει το άγραφο κείμενο του Δημοσθένη, ίσως ο ιδεατός κόσμος του, η άλλη όψη της σκοτεινότητας της λογοτεχνικής του γλώσσας. Λευκό είναι το ίδιο το μυθιστόρημα διάπλασης του καλλιτέχνη, το Künstlerroman, όπου ο αδιαμόρφωτος έφηβος μυείται στον κόσμο των ενηλίκων και αναγνωρίζει την καλλιτεχνική μοίρα του.

Το χιούμορ ως στοιχείο της μυθιστορηματικής γλώσσας

«Δεν μ’ άρεσε η πειθαρχία και τα πρέπει, αισθανόμουν εγκλωβισμένος. Από μικρός είχα τη μανία να […] παρακολουθώ τις ζωές άλλων. […] Ψεύτη, χωρατατζή και κατεργάρη με λέγανε, δεν τους ένοιαζε όμως και πολύ, τη μαυρίλα του πολέμου να ξεχνάνε».

Το χιούμορ ως στοιχείο της μυθιστορηματικής γλώσσας προκαλεί μιαν ακολουθία πραγμάτων. Διακωμωδεί τις φαντασιώσεις του αφηγητή και μας κάνει να κατανοήσουμε τα αδιέξοδά του στην κατοχική καταπίεση και τη βιαιότητα του εμφυλίου πολέμου. Το χωρατό και η φάρσα χρησιμοποιούνται για να ανατρέψουν τη σεμνοτυφία, τη σκληρότητα της ανέραστης επαρχίας, τη συμβατική ηθική. Το γέλιο προκαλεί λύτρωση. Και αποδεσμεύει τον αφηγητή, ώστε να αποκαλύψει τη δική του εξορία, μια έλλειψη εκφραστικής δυνατότητας δηλαδή, και τις δυσαρμονικές του σχέσεις με τους άλλους – ως έφηβος ψευδίζει, απαγγέλλει ποιήματα, ψευδά, τον πειράζουν, τον περιθωριοποιούν οι συμμαθητές του στο σχολείο. Η δασκάλα του, η κυρία Λαοδίκη Αστράκου, τον υπερασπίζεται. Διαβάζει τα διηγήματά του, τον ακούει να της μιλά για κείμενα που του αρέσουν και του προτείνει για διάβασμα ξένους και Έλληνες συγγραφείς. Επίσης, στις συχνές συναντήσεις τους στο σπίτι της, του προκαλεί ερωτικά σκιρτήματα με τα χάδια της. Ο Δημοσθένης Δοξαράς διαφοροποιείται. Ανάμεσα στην ανωριμότητα και την ωριμότητα, ταυτίζεται με το προσωπείο του λόγιου και του παιδαγωγού. Και έτσι δρα. Η δράση του ενσωματώνεται στον λόγο. Αργότερα στη ζωή του, ολοκληρώνει τον κύκλο αυτής της παλίμψηστης μαθητείας αρχικά ως συγγραφέας θεατρικών έργων και διηγημάτων, αργότερα ως δάσκαλος πανεπιστημιακός στη Φιλοσοφική Αθηνών, που συνδέεται παράφορα με μια φοιτήτριά του. Στην αρχή της καριέρας του κυκλοφορεί την πρώτη του δημοσίευση με τίτλο Λουστρινένια γοβάκια (θυμίζοντάς μας Τα ψάθινα καπέλα της Μαργαρίτας Λυμπεράκη, αλλά ταυτόχρονα και τα ξυπόλυτα πόδια των κατοχικών μαθητών). Η Λίνα Σόρογκα, με τη διακειμενική της ενόραση, αναπλάθει τη μύηση του Δημοσθένη στον κόσμο των τεχνών. Έκτοτε η ανάγνωση και η ζωή του θα γίνουν συνώνυμες.

Το πατάρι του Λουμίδη

Αποτελεί μέρος του φαντασιακού του βασικού χαρακτήρα. Εδώ ο Δημοσθένης κάνει τις πρώτες προσπάθειες εισόδου σε μια καλλιτεχνική και διανοητική ενδοχώρα πλαγίως, παρευρίσκεται στο Πατάρι, γίνεται «πιστός ωτακουστής», που «πιάνει μια καρέκλα δίπλα σε κάποιον επώνυμο». Διαμορφώνει έτσι τη συγγραφική του συνείδηση μέσα από την πολιτική επιχειρηματολογία και τα κοινωνικο-ιστορικά συμφραζόμενα του τόπου, έτσι όπως αναλύονταν από σημαντικούς καλλιτέχνες και συγγραφείς. Ο κόσμος των ιδεών και των λέξεων μέσα από διαφορετικά αναγνώσματα, καθώς και η ελευθερία που διαμορφώνει το νέο της περιεχόμενο, βρίσκονται μέσα στο Brazilian, στου Ζαχαράκη, στου Απότσου, στου Λουμίδη, ενώ απ’ έξω ο οικοδομικός οργασμός, με τα λόγια της συγγραφέως «η ανέγερση του νεοπλουτισμού πάνω στην κατεδάφιση της παράδοσης», αποκαλύπτει αθέατους μηχανισμούς εξουσίας και νόμους ενάντια στον τεντιμποϊσμό που προκαλούν επιθετική ενέργεια και έκρυθμη ζωή. Ο φίλος του λέει στον αφηγητή: «Η χώρα μας, Δημοσθένη, περνάει έναν απίστευτο σκοταδισμό».

Απρίλης του ’67

Είναι ήδη 6 χρόνια συμβατικά παντρεμένος, και πατέρας ενός παιδιού. Το βίαιο πραξικόπημα τον βρίσκει στη Σπάρτη, όπου έχει φτάσει με πρωινό λεωφορείο για να πάει τον γιο του στο νοσοκομείο, γιατί ψηνόταν στον πυρετό. Μέσα σε δύο μόλις σελίδες, η συγγραφέας αποδίδει με το γνωστό περιεκτικό ύφος της την επέλαση της απάνθρωπης βίας και μαζί την τρωτότητα των ανθρώπων μπροστά στα «αποφασίζομεν και διατάζομεν». Η κουρασμένη επαρχία, απτή μικρογραφία της Ελλάδας, μέσα στην απόλυτη πενία της, διασχίζεται από τανκς και στρατιωτικά φορτηγά. Ο τρόμος εκτοπίζει τις ανθρώπινες αξίες. Στη μεταιχμιακή αυτή ώρα, ο Δημοσθένης καταγράφει την Ιστορία μέσα από τη δική του προσωπική περιπέτεια. Και να το ανθρώπινο μέτρο. Το συλλογικό άλγος εγκαθίσταται στο σώμα του γιου του. Γίνεται ατομικό. Ο αφηγητής οφείλει να δράσει. Εκπατρίζεται για να συγκροτήσει παθιασμένα σε μια άλλη χώρα, σε μια άλλη κουλτούρα, τη γαλλική, το συγγραφικό έργο του.

«Το χιούμορ ως στοιχείο της μυθιστορηματικής γλώσσας προκαλεί μιαν ακολουθία πραγμάτων. Διακωμωδεί τις φαντασιώσεις του αφηγητή και μας κάνει να κατανοήσουμε τα αδιέξοδά του στην κατοχική καταπίεση και τη βιαιότητα του εμφυλίου πολέμου. Το χωρατό και η φάρσα χρησιμοποιούνται για να ανατρέψουν τη σεμνοτυφία, τη σκληρότητα της ανέραστης επαρχίας, τη συμβατική ηθική. Το γέλιο προκαλεί λύτρωση.»

Μυθιστόρημα μαθητείας

Η μυθιστορηματική γλώσσα βγάζει τον κεντρικό χαρακτήρα από τα εθνικά όρια και τον δραστηριοποιεί σε μια παγκοσμιότητα, ανασκευάζοντας για λογαριασμό του τον χρόνο και τον τόπο. Στη Μασσαλία, ενώ ψηλαφίζει την εθνική του ταυτότητα, το κείμενό του συχνά γίνεται αυτοαναφορικό. Θέτει απανωτά ερωτήματα στον εαυτό του και τα απαντά. Τα συναντάμε σπαρμένα στο κείμενο.

Αρχικά: «Ποιος ήμουν εγώ; Ένας επαρχιώτης που έψαχνε την τύχη του στην πρωτεύουσα, ένας αιθεροβάμων φοιτητάκος που έγραφε στίχους, διάβαζε βιβλία κι έκανε όνειρα». Αργότερα: «Εγώ ποιος ήμουν; Ένας φτωχός Έλληνας επαρχιώτης, μορφωμένος μεν αλλά άβγαλτος μετανάστης σε μια ξένη χώρα, όταν η δική μου δοκιμαζόταν. Τι ήμουνα; Ένας άπειρος επαρχιώτης που είχε ανάγκη την εύνοια, τις γνώσεις και την αγάπη της. Ένας μοναχικός ρομαντικός δάσκαλος ανάμεσα στον κόσμο της καλής κοινωνίας. Ένας τρελο-Έλληνας. Διέθετα πάθος και ευγλωττία». Και στο τέλος: «Τι ήμουν; Ένας μοναχικός συγγραφέας, απέραντα μοναχικός και φοβικός».

lina sorogkaΕνώ είναι πολιτικά στρατευμένος και αισθάνεται την αλληλεγγύη των Γάλλων διανοουμένων και των φοιτητών του, κτίζει τη συγγραφική περσόνα του προβάλλοντας τη μορφή του μοναχικού άγριου πάντα σε ρήξη με κάθε είδους συμβάσεις σε μια μεταιχμιακή ιστορική εποχή. Δρα με τον λόγο του. Δημιουργεί το πεπρωμένο του. Παραδίδεται στην επαγγελματική επιτυχία. Τέλος ηρωοποιείται από το χωριό του, από τη Μάνη, από την Ελλάδα.

Η Λίνα Σόρογκα αναλαμβάνει να μνημειώσει τις διαδοχικές μορφές μαθητείας ενός αφηγητή συγγραφέα. Με μια επιφανειακά απλουστευμένη αφήγηση, μ’ έναν καθημερινό λόγο μάς υποβάλλει την πάλη του συγγραφέα με την τέχνη του. Το κείμενό της διανθίζεται με λεπτομέρειες που αναπτύσσουν τις φαντασιώσεις και τις εμπειρίες ενός συγγραφέα. Στην πρωτοπρόσωπη αφήγηση του alter ego της, παρεμβαίνουν με πλάγια στοιχεία σχόλια, όνειρα, στίχοι σπουδαίων ποιητών, αφηγήσεις περιστατικών, επιστολές, αποσπάσματα από σημειωματάρια, τα οποία παρουσιάζει με μεθοδικότητα σαν να τα αλιεύει απελπισμένα για να τα αντιπαρατάξει στη λευκή σελίδα. Στο κενό; Στα λευκά ψυχανθή με τον μαγικό καρπό τους; Στη σπαρτιάτικη καταγωγή μας; Όπως και αν το έχει σκεφτεί η συγγραφέας, με το απολαυστικό μυθιστόρημά της μας προσκαλεί να γίνουμε «λουπινοφάγοι»!

 

Χρυσά λούπινα
Λίνα Σόρογκα
Εκδόσεις Καστανιώτη
272 σελ.
ISBN 978-960-03-6175-9
Τιμή €12,72
001 patakis eshop

 

 

 

πηγή : diastixo.gr