Κώστας Αρκουδέας: «Το χαμένο Νόμπελ» κριτική του Διαμαντή Αξιώτη

2016-06-10 16:38
Το χαμένο Νόμπελ Μια αληθινή ιστορία Κώστας Αρκουδέας Καστανιώτη


Το τελευταίο μυθιστόρημα-έρευνα του πολυγραφότατου συγγραφέα και μέχρι πρότινος δραστήριου μέλους του Δ. Σ. της Εταιρείας Συγγραφέων Κώστα Αρκουδέα προτίθεται –και το καταφέρνει– να κεντρίσει το ενδιαφέρον του υποψήφιου αναγνώστη από τον τίτλο και μόνο: Το χαμένο Νόμπελ. Δεν είναι όμως το θέμα που καθιστά αυτή την πολυσέλιδη πλην ευανάγνωστη «αληθινή ιστορία» καλή ή κακή. Είναι η ικανότητά του να τιθασεύσει, ώστε να αναμετρηθεί στη συνέχεια μαζί τους, το πλήθος των τεκμηριωμένων πληροφοριών που συνέλεξε για να αναπαραστήσει με ακρίβεια μια εποχή, να αναδείξει το πρόβλημα της απώλειας, να επιμερίσει τις ευθύνες και να φωτίσει τις αθέατες-σκοτεινές πλευρές της. Είναι το ταλέντο του, με άλλα λόγια, που αναδεικνύεται μέσα από αξιοζήλευτη έρευνα, δαπάνη χρόνου, αφομοίωση των στοιχείων και σωστή απόδοση αυτών. Το οποίο ταλέντο συνίσταται στη χρήση της γλώσσας και στη δομή του δοκιμιακού λόγου του πονήματος. Ακόμα, στην τόλμη και παρρησία με την οποία φωτίζει τις παρασκηνιακές κινήσεις της Εκκλησίας, της πολιτείας, του ακαδημαϊκού κατεστημένου και των πνευματικών ταγών εκείνης της εποχής. Με πλήθος ντοκουμέντων: προσωπικές μαρτυρίες, επιστολές, άρθρα, αποσπάσματα από βιβλία και έγγραφα, προβάλλει και τεκμηριώνει τις σκοπιμότητες, τους ανταγωνισμούς και τον σκοταδισμό που συνέβαλαν στο να μην αποδοθεί, εντέλει, το Νόμπελ Λογοτεχνίας στον Νίκο Καζαντζάκη.

Με πλήθος ντοκουμέντων: προσωπικές μαρτυρίες, επιστολές, άρθρα, αποσπάσματα από βιβλία και έγγραφα, προβάλλει και τεκμηριώνει τις σκοπιμότητες, τους ανταγωνισμούς και τον σκοταδισμό που συνέβαλαν στο να μην αποδοθεί, εντέλει, το Νόμπελ Λογοτεχνίας στον Νίκο Καζαντζάκη.

Τα κεφάλαια του βιβλίου είναι πέντε, με τέσσερις το κάθε ένα, ζυγισμένες στην ακρίβεια, υποδιαιρέσεις. Αναφέρω ενδεικτικά ορισμένους τίτλους από αυτές: Περί Νόμπελ και άλλων δεινών / Υπάρχει κάτι σάπιο στην Ελλάδα / Αφορισμοί και κατάρες / Σώπαιναν οι λύκοι γιατί ούρλιαζαν οι άνθρωποι.

Μετά το πέρας του 20ού αιώνα έγινε ξεκάθαρο ότι τέσσερις ήταν οι συγγραφείς που επηρέασαν την εξέλιξη της παγκόσμιας λογοτεχνίας: Ο Γάλλος Μαρσέλ Προυστ, ο Ιρλανδός Τζέιμς Τζόις, ο Ρώσο-αμερικανός Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ και ο Αργεντινός Χόρχε Λουίς Μπόρχες. Ενώ είναι ατελείωτος ο κατάλογος με κορυφαίους συγγραφείς που δεν πήραν το Νόμπελ Λογοτεχνίας: Μποντλέρ, Ρεμπό, Μαγιακόφκι, Τολστόι. Ακόμη: Τσέχοφ, Τζόις, Κάφκα, Μούζιλ, Βιρτζίνια Γουλφ, Μπρεχτ, Πεσόα, Ντίλαν Τόμας και άλλων.

Βέβαια, υπήρξαν και οι αρνητές του βραβείου Νόμπελ. Πρώτος ο Ρώσος Μπορίς Πάστερνακ, ο συγγραφέας του Δόκτωρ Ζιβάγκο, μετά από πολιτική πίεση της σοβιετικής κυβέρνησης, που θεωρούσε το Νόμπελ δυτική υπόθεση. Ο Γάλλος υπαρξιστής φιλόσοφος Ζαν Πολ Σαρτρ, του Το είναι και το μηδέν, το αρνήθηκε γιατί πίστευε ότι δεν βραβευόταν για το έργο του, αλλά για την αντίθεσή του στα κομμουνιστικά καθεστώτα της Ανατολικής Ευρώπης. Τρίτος ο Αλεξάντερ Σολζενίτσιν, του Αρχιπέλαγος Γκουλάγκ. Καταδικασμένος κατά το παρελθόν σε ισόβια εξορία και καταναγκαστική εργασία, όταν του απενεμήθη το Νόμπελ αρνήθηκε να πάει στη Στοκχόλμη για να το παραλάβει, φοβούμενος πως με κείνο το ταξίδι θα έδινε στις Σοβιετικές Αρχές μία πρώτης τάξεως ευκαιρία να του απαγορεύσουν την επάνοδο.

Το χαμένο Νόμπελ Μια αληθινή ιστορία Κώστας Αρκουδέας Καστανιώτη

Ας θυμηθούμε, εν τάχει, ορισμένους «σταθμούς» που έχουν σχέση με τους Έλληνες συγγραφείς και τον υψηλό θεσμό. Αφού σημειώσουμε ότι δικαίωμα πρότασης υποψηφίων έχουν μόνο οι ακαδημαϊκοί, οι πανεπιστημιακοί και οι εκπρόσωποι πνευματικών ή λογοτεχνικών σωματείων.

Ο πρώτος Έλληνας συγγραφέας υποψήφιος για το Νόμπελ Λογοτεχνίας ήταν ο Δημήτριος Βερναρδάκης το 1905 και το 1906, προτεινόμενος από τον αδελφό του, αντεπιστέλλον μέλος κάποιας Ακαδημίας. Επόμενος υποψήφιος ήταν ο ευφυολόγος Γεώργιος Σουρής και μάλιστα για πέντε συνεχείς φορές! Τις υποψηφιότητές του προσυπέγραψαν ο πρίγκιπας Νικόλαος, η Βουλή των Ελλήνων, το Πανεπιστήμιο Αθηνών, ο φιλολογικός όμιλος Παρνασσός, το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων... Τέτοια εθνική ομοψυχία!

Ακολουθεί ο Λαρισαίος γιατρός και ποιητής Δημήτρης Π. Κρανιώτης! Ο Κωστής Παλαμάς, που προτάθηκε 14 φορές. Ο Γιώργος Θεοτοκάς, ο Γεώργιος Δροσίνης τρεις φορές. Ο Άγγελος Σικελιανός έξι φορές, είτε κατά μόνας είτε... κατά ζεύγος.
Ο Ξενόπουλος, ο Ρίτσος, ο Βρεττάκος, ο Καμπανέλης, και ο παγκοσμίως άγνωστος Γεώργιος Βουγιουκλάκης!

ο Αρκουδέας, παράλληλα με τις περιπέτειες του βραβείου στη χώρα μας, ανατρέχει στην ιστορία της Ελλάδας από το 1910 μέχρι τις μέρες μας.  

Και τον Δεκέμβριο του 1963 –αφού είχε προταθεί άλλες δύο φορές: το ‘55 και το ‘61– ο Γιώργος Σεφέρης βραβεύεται με το Νόμπελ Λογοτεχνίας από τη Σουηδική Βασιλική Ακαδημία των Επιστημών για: «Να αποδοθεί ένας θαυμάσιος φόρος τιμής στη σύγχρονη Ελλάδα, μία γλωσσική περιοχή που περίμενε πάρα πολύ καιρό για μία βράβευση σε αυτό το επίπεδο».

Και το 1979 παραλαμβάνει από τον βασιλέα Κάρολο Γουστάβο το βραβείο ο Οδυσσέας Ελύτης: «Για την ποίησή του, η οποία, με φόντο την ελληνική παράδοση, ζωντανεύει με αισθηματοποιημένη δύναμη και πνευματική καθαρότητα βλέμματος τον αγώνα του σύγχρονου ανθρώπου για ελευθερία και δημιουργικότητα».

Στο σημείο αυτό θα πρέπει να αναφερθεί ότι στο βιβλίο του χαμένου Νόμπελ, ο Αρκουδέας, παράλληλα με τις περιπέτειες του βραβείου στη χώρα μας, ανατρέχει στην ιστορία της Ελλάδας από το 1910 μέχρι τις μέρες μας. Καταγράφει όλους τους ιστορικούς σταθμούς της χώρας μας, όλα τα δεινά της. Παράλληλα, στις σελίδες του βιβλίου συναντάμε τους κορυφαίους των γραμμάτων μας: Καβάφη, Παπαδιαμάντη, Χατζή, Μπεράτη, Μέλπω Αξιώτη, Βρεττάκο, Αναγνωστάκη, Κατσαρό, Σινόπουλο, Πατρίκιο..., μέσω επιστολών, δοκιμίων, δημοσιευμάτων στον Τύπο, αντιπροσωπευτικών αποσπασμάτων από το έργο τους και σπαρταριστών διαλόγων με χαρακτηρισμούς του τύπου: Τουρκόφιλε, ΕΑΜίτη, τυχοδιώκτη, απατεώνα, αδαή, πλαδαρέ, εφαψία, πράσινη οχιά και πάει λέγοντας!

Επιστρέφοντας στο χαμένο Νόμπελ θα σταθούμε στο 1979, όπου η Σουηδική Ακαδημία έκανε μία ασυνήθιστη για τα δεδομένα της πρόταση: την από κοινού βράβευση των ποιητών Οδυσσέα Ελύτη και Γιάννη Ρίτσου. Θα αντιληφθεί κανείς τον λόγο, ανατρέχοντας στη ζωή και το έργο των δύο μεγάλων δημιουργών. Ο πρώτος ήταν ήδη καθιερωμένος ως ποιητής του Αιγαίου, ενώ στον Ρίτσο είχε απονεμηθεί το 1974, μετά την πτώση των Απριλιανών, το Βραβείο Λένιν για την Ειρήνη και τη Φιλία των Λαών. Βραβείο με το οποίο τιμήθηκαν οι Κώστας Βάρναλης, Μανώλης Γλέζος, Μίκης Θεοδωράκης, Χαρίλαος Φλωράκης. Η απάντηση που δόθηκε και από τους δύο επιφανείς ποιητές μας ήταν: «Ή ταν ή επί τας», διεκδικώντας ο καθένας το βραβείο μόνο για τον εαυτό του.

Το 1951, ο ακαδημαϊκός και συγγραφέας Σπύρος Μελάς και ο πρέσβης της Ελλάδας στη Σουηδία Πίνδαρος Ανδρουλής κινήθηκαν παρασκηνιακά στη Στοκχόλμη, με στόχο να αποτρέψουν τη βράβευση του Καζαντζάκη με το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Ο Μελάς, δε, είχε ήδη βάλει στο στόχαστρο τον... Νικολάι Καζάν, όπως αποκαλεί χλευαστικά τον Νίκο Καζαντζάκη.

Τα ερωτήματα που προκύπτουν είναι: Ο πολύς ακαδημαϊκός και συγγραφέας Σπύρος Μελάς –ο εκπρόσωπος τού «συνειδητοποιημένου εθνικισμού», κατά τον Άγγελο Τερζάκη– έδρασε μόνος του; Αρκεί η εμπάθεια ενός μέλους της Ακαδημίας Αθηνών και εκπροσώπου των Ελλήνων Συγγραφέων για να εμποδίσει τη βράβευση ενός υποψηφίου νομπελίστα; Έδρασε υπό την κάλυψη της επίσημης πολιτείας; Βρισκόταν σε διατεταγμένη υπηρεσία; Και ποιων εντολές εκτελούσε; Κυρίως, ποια ήταν η «ορατή», κατά τον Καζαντζάκη, Ακαδημία, στην οποία δεν εισήλθαν ποτέ οι «αόρατοι»: Καβάφης, Καρυωτάκης, Σικελιανός, Σεφέρης, Ελύτης; Ενώ είχαν γίνει δεκτά μεγέθη τύπου Αθανασιάδη-Νόβα και Σωτήρη Σκίπη.

Και ο ρόλος της Εκκλησίας; Αυτής που τιμώρησε τον Ανδρέα Λασκαράτο και τον Εμμανουήλ Ροΐδη με τον αφορισμό: «Έχομεν αυτός αφορισμένον [...] έστω τρέμων και σταίνων επί της γης ως ο Κάιν, σχισθείη η γη και καταπίη αυτόν ως τον Κορέ, Δαθάν και Αβειρών. Κληρονομησάτω την λέπραν του Γιεζή και την αγχόνην του Ιούδα. Ο σίδηρος και αι πέτραι λυθήτωσαν, αυτός δε ουδαμώς, αλλά μενέτω άλυτος και τυμπανιαίος».

Ποιος, λοιπόν, ο ρόλος της Εκκλησίας, που η Ιερά Σύνοδος, τον Φεβρουάριο του 1954, με έγγραφό της προς το υπουργείο Δικαιοσύνης κατηγόρησε τον Καζαντζάκη ως ιερόσυλο και ζήτησε την απαγόρευση της κυκλοφορίας των βιβλίων του Καπετάν Μιχάλης, Ο Χριστός ξανασταυρώνεται και Ο τελευταίος πειρασμός, με το επιχείρημα ότι μέσω αυτών διασύρεται η Εκκλησία, διαπομπεύονται οι ιεροί αυτής θεσμοί και καθυβρίζεται το τριαδικόν του Θεού. Τη σκυτάλη πήραν παραχριστιανικά σωματεία όπως η «Ζωή», που συνεργαζόταν με τη βασίλισσα Φρειδερίκη για να κατηχούν τα παιδιά των «συμμοριτών» ώστε να τα επαναφέρουν στον σωστό δρόμο, κατηγορώντας τον ως «υπονομευτή της ηθικής ζωής, ο οποίος υποθάλπει τα πλέον ταπεινά ένστικτα και θέλει να κάμει τους αναγνώστας του να ζουν ζωήν πολύ κατωτέραν και από αυτήν των ζώων». Η δε Ιερά Αρχιεπισκοπή Αμερικής καταδίκασε μετά βδελυγμίας τα βιβλία του Καζαντζάκη ως άσεμνα και αθεϊστικά. Εν συνεχεία το Βατικανό προέτρεψε να ριχτούν στην πυρά τα βλάσφημα ετούτα βιβλία.

ο Θεός του Καζαντζάκη δεν ήταν μια απόκοσμη δύναμη που επόπτευε τα πάντα, αλλά μια θεία πνοή που κινητοποιούσε τη ζωή και ήταν στο χέρι του καθενός να την αναδείξει ή να την καταστείλει  

Και το 1954, η Ιερά Σύνοδος απαιτεί μετ’ επιτάσεως τον αφορισμό του βλάσφημου Καζαντζάκη. Την κατάσταση ανέλαβε να σώσει ο Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας με μια διπλωματική τοποθέτηση. Με τον τρόπο αυτό, ο Καζαντζάκης γλίτωσε τον αφορισμό και η Εκκλησία της Ελλάδος τον παγκόσμιο διασυρμό. Έτσι, μέσα από αυτό το βιβλίο του Αρκουδέα διαλύεται ο μύθος περί αφορισμού ή μη του Κρητικού συγγραφέα. Παρ’ όλα αυτά, η ιεραρχία της Ελληνικής Εκκλησίας τον καταράστηκε με ένα «ανάθεμα». Η Έλλη Αλεξίου έγραψε: «Τον καταράστηκαν οι παπάδες, άλλοι από αμάθεια, άλλοι από φόβο, άλλοι από υπολογισμό».

Και όταν ο Μάρτιν Σκορτσέζε αποφάσισε να κάνει ταινία τον Τελευταίο Πειρασμό στην Ελλάδα, ένας από τους πρώτους που έσπευσαν να καταδικάσουν την ταινία, πριν ακόμα προβληθεί, ήταν ο μητροπολίτης Δημητριάδος και κατοπινός Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος. Σε άρθρο του στον «Ορθόδοξο Τύπο» με τίτλο «Ύβρις και Νέμεσις» στις 30 Σεπτεμβρίου του 1988, έγραψε: «Εάν εμείς με την ανοχή ή την αδιαφορία μας συνεργαστούμε στο έγκλημα, θα είμαστε άξιοι της τύχης μας. [...] Τώρα που μας προσβάλλουν ό,τι ιερότερο έχουμε και μας προσκαλούν να πληρώσουμε το τίμημα της δικής τους αισχρότητος, θα υποκύψουμε; Αν το κάνουμε, τότε μην αμφιβάλλουμε ότι μετά την ύβριν θα έλθει η νέμεσις». Ο τότε, δε, Αρχιεπίσκοπος Σεραφείμ, με έγγραφό του ζήτησε να απαγορευτεί η ταινία, με το αιτιολογικό ότι προσέβαλλε το θρησκευτικό συναίσθημα των Ελλήνων.

Όμως, ο Θεός του Καζαντζάκη δεν ήταν μια απόκοσμη δύναμη που επόπτευε τα πάντα, αλλά μια θεία πνοή που κινητοποιούσε τη ζωή και ήταν στο χέρι του καθενός να την αναδείξει ή να την καταστείλει. Προκειμένου να αναδείξει τη θεία πνοή του, ο άνθρωπος έπρεπε να «ανηφορήσει», δηλαδή να ανυψωθεί συνειδησιακά. Είτε ο Θεός λάμβανε το πρόσωπο του Χριστού, του Βούδα, του Αλλάχ, Γιεχβέ, Δία, Διόνυσου, είτε του Βράχμα, Εκείνος κατοικούσε μέσα στον άνθρωπο και αγωνιζόταν για τη δική του σωτηρία. «Όλα είναι ένα», έλεγε ο Καζαντζάκης, «και ο Θεός είναι ένα με μας».

Οι κατηγορίες που εκτοξεύονταν από όλες τις πλευρές: Εκκλησίας, πολιτείας και ακαδημαϊκών ήταν συνεχόμενες. Όπως: ο Καζαντζάκης είναι ο μεγαλύτερος βλάσφημος συγγραφέας όλων των αιώνων. Το αίσχος της Ελλάδος. Ο χειρότερος αντίχριστος της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Καλαμαράς από εκείνους που είναι χειρότεροι και από τους φονιάδες.

Λοιπόν, πιστός ή άπιστος; αναρωτιέται ο Κώστας Αρκουδέας. Ένθεος ή άθεος; Θρησκευόμενος ή μη θρησκευόμενος; Η απάντηση του Καζαντζάκη είναι ο πρώτος και τελευταίος νόμος κάθε ανεξίθρησκου πολίτη πάνω στη Γη: «Δεν δίνω λογαριασμό σε κανέναν για το αν έχω ή δεν έχω σχέση με το υπερπέραν και ποια μπορεί να είναι η σχέση αυτή. Τελεία και παύλα».

Το ότι ο Καζαντζάκης κράτησε ίσες αποστάσεις στην ώριμη περίοδο της ζωής του από τους Μαύρους και τους Κόκκινους φάνηκε στα δύο μυθιστορήματα που συνέγραψε το 1948. Στο Ο Χριστός ξανασταυρώνεται οι άρχοντες λιντσάρουν τον Χριστό στο πρόσωπο του Μανωλιού. Αντίθετα, στο επόμενο μυθιστόρημα Οι Αδελφοφάδες, οι κομμουνιστές αντάρτες εκτελούν τη νέα ενσάρκωση του Χριστού, τον παπα-Γιάνναρο.

Από όλα αυτά συμπεραίνει κανείς ότι ο Καζαντζάκης ήταν άθεος και κομμουνιστής; Την απάντηση την δίνει και πάλι ο ίδιος: «Υπήρξα ποιητής, σοσιαλιστής, θρησκομανής, άθεος, esthete – και τίποτε απ’ αυτά δεν πρόκειται να με ξεγελάσει». Αυτά η Εκκλησία.
Και η πολιτεία;

Η υποψηφιότητα του Καζαντζάκη για το Νόμπελ Λογοτεχνίας πυροδότησε έναν ιδεολογικό εμφύλιο στην Ελλάδα, που μόλις έβγαινε από τον εμφύλιο των όπλων, και σημάδεψε τη δεκαετία του ’50. Πρωθυπουργός της Ελλάδας την τριετία 1952-55 ήταν ο στρατάρχης Αλέξανδρος Παπάγος, ο οποίος αποκαλούσε τον Καζαντζάκη «κόκκινο φίδι». Την ίδια στιγμή που η βασίλισσα Φρειδερίκη γράφει στον Σουηδό Βασιλιά να συμβουλέψει τη Σουηδική Ακαδημία να μη δοθεί το Νόμπελ σε ριζοσπαστικούς Έλληνες, γιατί κάτι τέτοιο θα ήταν βλαβερό για την ειρηνική πολιτική των Αγγλοσαξόνων.

Για δύο περίπου δεκαετίες μετά τον Εμφύλιο, η χώρα σπαρασσόταν από τη σύγκρουση ανάμεσα στο Παλάτι και στις εκάστοτε πολιτικές ηγεσίες. Το βασιλικό ζεύγος του Παύλου και της Φρειδερίκης παρενέβαινε σε όλα τα μεγάλα ζητήματα. Η δράση της Φρειδερίκης, η οποία ανήκε κάποτε στη ναζιστική νεολαία, συνδέθηκε με τη δράση των παραστρατιωτικών δυνάμεων στην Ελλάδα. Το Παλάτι είχε μεταβληθεί σε άντρο βυζαντινής ίντριγκας και δολοπλοκίας.

Η υποψηφιότητα του Καζαντζάκη για το Νόμπελ Λογοτεχνίας πυροδότησε έναν ιδεολογικό εμφύλιο στην Ελλάδα, που μόλις έβγαινε από τον εμφύλιο των όπλων, και σημάδεψε τη δεκαετία του ’50  

Από το 1946 μέχρι το 1950 οι ελληνικές αρχές έκαναν ό,τι μπορούσαν για να αποτρέψουν τη βράβευση του Καζαντζάκη, τον οποίο θεωρούσαν ανατρεπτικό στοιχείο. Αλλά, εκτός από τους Έλληνες, ο Καζαντζάκης είχε να αντιμετωπίσει και τους Άγγλους, που δεν τον άφηναν σε χλωρό κλαρί. Αιτία ήταν μια συζήτηση που είχε με τον υφυπουργό Εξωτερικών Μακ Νιλ. Όταν ο Άγγλος ζήτησε τη γνώμη του για την κατάσταση στην Ελλάδα, ο Καζαντζάκης του απάντησε ότι η μόνη λύση ήταν ο σχηματισμός κυβέρνησης με τη συμμετοχή των κομμουνιστών. Από τη στιγμή εκείνη ο Καζαντζάκης μπήκε στο στόχαστρο των Άγγλων.

Στο πέμπτο και τελευταίο μέρος του μυθιστορήματος, ο Αρκουδέας καταγράφει τα ταξίδια του Καζαντζάκη. Γεννημένος ταξιδευτής, ο Κρητικός γύρισε όλο τον κόσμο. Μέσα από τα γραπτά του έσμιξε την Ανατολή με τη Δύση, το Βορά με το Νότο. «Η ζωή του Καζαντζάκη είναι μια στρατιωτική θητεία σε δύο φάσεις που εναλλάσσονται: Γράφει ή ταξιδεύει», επεσήμανε ο Νικηφόρος Βρεττάκος. «Όσο ταξιδεύω, νιώθω πως το ταξίδι δεν είναι για μένα παρά ανάγκη ελευθερίας», πίστευε ο ίδιος.

Ευχαριστούμε θερμά τον συγγραφέα Κώστα Αρκουδέα για το ωραίο ταξίδι που μας χαρίζει μέσα από τις σελίδες του τόσο σημαντικού βιβλίου του Το Χαμένο Νόμπελ – μια αληθινή ιστορία.

Το χαμένο Νόμπελ
Μια αληθινή ιστορία
Κώστας Αρκουδέας
Καστανιώτη
576 σελ.
ISBN: 978-960-03-5936-7
Τιμή €19,08
001 patakis eshop

 

Πηγή : diastixo.gr