Κινηματογράφος-«Luca Guadagnino: “Να με φωνάζεις με τ’ όνομά σου”» της Βερίνας Χωρεάνθη

2018-02-15 16:22

«Luca Guadagnino: “Να με φωνάζεις με τ’ όνομά σου”» της Βερίνας Χωρεάνθη

Καλοκαίρι του 1983, κάπου στη Βόρεια Ιταλία. Ο Όλιβερ, Αμερικανός φοιτητής, έρχεται ως φιλοξενούμενος στο σπίτι του 17χρονου Έλιο Πέρλμαν στην εξοχή. Ο πατέρας του Έλιο, καθηγητής Αρχαιολογίας, συνηθίζει να καλεί κάθε καλοκαίρι φοιτητές για να τον βοηθούν με τις έρευνές του, μια παράδοση που ο Έλιο αντιμετωπίζει με αδιαφορία και μάλλον δυσαρέσκεια, καθώς είναι αναγκασμένος κάθε φορά να παραχωρεί το δωμάτιό του στον εκάστοτε καλεσμένο. Τα πράγματα δεν φαίνονται να εξελίσσονται διαφορετικά και με τον Όλιβερ, ωστόσο καθώς οι μέρες περνούν, ο Έλιο θα αρχίσει να έρχεται αντιμέτωπος με πρωτόγνωρα για εκείνον συναισθήματα, με την προσοχή του να μετατοπίζεται σιγά σιγά προς τον φιλικό αν και κάπως απόμακρο αλλά ιδιαίτερα γοητευτικό «εισβολέα», για τον οποίο σταδιακά αισθάνεται μια πολύ έντονη ερωτική έλξη.

Έχοντας καταπιαστεί με συναφές θέμα και στο παρελθόν, ο ευφυής Τζέιμς Άιβορι κινείται σε οικεία γι’ αυτόν μονοπάτια, αναλαμβάνοντας το σενάριο στην ταινία του Ιταλού σκηνοθέτη Λούκα Γκουαντανίνο, ο οποίος με το Να με φωνάζεις με τ’ όνομά σου κλείνει την «Τριλογία του πάθους», όπως την έχει ο ίδιος ονομάσει – είχαν προηγηθεί οι ταινίες Είμαι ο Έρωτας (I am Love, 2009) και Κάτω από τον ήλιο (A Bigger Splash, 2015). Το 1987 ο Άιβορι είχε σκηνοθετήσει το αριστουργηματικό Μόρις, με παρόμοιο θέμα, από το ομώνυμο μυθιστόρημα του Ε. Μ. Φόρστερ. Το Να με φωνάζεις με τ’ όνομά σου έχει επίσης λογοτεχνικές καταβολές, καθώς είναι βασισμένο στο βιβλίο του Αντρέ Ασιμάν με τον ίδιο τίτλο. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Γκουαντανίνο έχει επίσης σκηνοθετήσει το πρόσφατο ριμέικ του εκπληκτικού και εμβληματικού θρίλερ Suspiria του Ντάριο Αρτζέντο.

Με φόντο τα καθηλωτικά τοπία της βόρειας Ιταλίας, η ιστορία ενηλικίωσης του Έλιο εξελίσσεται με έναν ιδιότυπο ρυθμό που χαρακτηρίζεται από επιφανειακή ηρεμία η οποία λειτουργεί σαν προστατευτική ασπίδα για τις εσωτερικές τρικυμίες που βιώνει ο νεαρός πρωταγωνιστής. Ο Έλιο, Εβραίος με ρίζες από Ιταλία, Αμερική και Γαλλία, έρχεται αντιμέτωπος με μια σειρά συναισθηματικών ανακαλύψεων τις οποίες δυσκολεύεται να διαχειριστεί, παρόλο που, απ’ ό,τι φαίνεται, ζει σε ένα περιβάλλον με προοδευτικές αντιλήψεις και άπειρη κατανόηση. Ο πατέρας του, μελετητής και λάτρης του ελληνορωμαϊκού πολιτισμού, είναι ένας άντρας με πράο και πρόσχαρο χαρακτήρα αλλά και με μια σχεδόν μόνιμη λανθάνουσα μελαγχολία (κάτι που σχετίζεται με ένα μυστικό το οποίο κάποια στιγμή εξομολογείται στον Έλιο), και η μητέρα του είναι μια γυναίκα μοντέρνα, πανέξυπνη, διορατική και πολύ στοργική.

Ο ερχομός του Όλιβερ είναι όχι μόνο καταλυτικός αλλά και ιδιαίτερα καθοριστικός για το μέλλον του Έλιο και τη συνειδητοποίηση της σεξουαλικής –και όχι μόνο– ταυτότητάς του. Ο «ξένος» δρα σαν άξονας γύρω από τον οποίο τα πάντα αρχίζουν αργά και μεθοδικά να κινούνται με έναν συγκεκριμένο ρυθμό και με ακόμα πιο συγκεκριμένη κατεύθυνση. Οι κινήσεις του Όλιβερ, φαινομενικά αμήχανες και τυχαίες, οδηγούν ουσιαστικά τις εξελίξεις, προδιαγράφοντάς τες, κατά κάποιον τρόπο.

Ο Όλιβερ είναι ταυτόχρονα καθρέφτης και αντίποδας του Έλιο. Είναι Εβραίος, αλλά με ξεκάθαρη εθνική καταγωγή. Συμμερίζεται τα αισθήματα του Έλιο, αλλά είναι απόλυτα συνειδητοποιημένος σε σχέση με τη δική του συναισθηματική κατάσταση. Ο Έλιο είναι λεπτεπίλεπτος και λίγο άγαρμπος, ο Όλιβερ είναι πανύψηλος, εντυπωσιακός και με απόλυτο έλεγχο των κινήσεών του – ακόμα και όσων φαίνονται αυθόρμητες. Όλα βέβαια είναι σχετικά. Τα κίνητρα των ηρώων δεν είναι πάντα ξεκάθαρα. Κάποια στιγμή υπονοείται –αν και μπορεί να περάσει απαρατήρητο– ότι ο πατέρας του Έλιο έχει παίξει έναν μικρό ρόλο στην εξέλιξη των γεγονότων, έστω και αν αυτό έγινε περισσότερο υποσυνείδητα και λιγότερο με σκοπό. Ο κύριος Πέρλμαν κουβαλάει αναμνήσεις από το παρελθόν που τον στοιχειώνουν, καθώς έχουν να κάνουν με επιθυμίες που δεν ευοδώθηκαν. Παρ’ όλα αυτά, έχει μια ευτυχισμένη οικογενειακή ζωή – αλλά υπάρχει πάντα ένα αγκάθι που τον βασανίζει διακριτικά.

Ο Έλιο κινείται σε άλλο μήκος κύματος, μεγαλώνοντας σε μια διαφορετική εποχή, με άλλα ήθη. Είναι μπερδεμένος, και αυτό δεν έχει να κάνει μόνο με τη σεξουαλική αφύπνισή του, αλλά και με την πολυπλοκότητα που είναι αποτέλεσμα της πολυεθνικής καταγωγής του. Η μητέρα του τον αποτρέπει από το να φοράει το Άστρο του Δαυίδ στον λαιμό του, γιατί, όπως λέει, «είναι διακριτικοί Εβραίοι». Αυτό βέβαια σημαίνει εν μέρει ότι παράλληλα τον παροτρύνει να μην ενδώσει ή, τουλάχιστον, να μην εκδηλώσει προς τα έξω τη σεξουαλική του ιδιαιτερότητα. Βλέποντας τον Όλιβερ να φοράει το Άστρο, ωστόσο, παρακινείται και το βάζει κι αυτός, γιατί η επιρροή που ασκεί επάνω του το σκοτεινό αντικείμενο του πόθου του είναι πολύ μεγαλύτερη από αυτήν του οικογενειακού περιβάλλοντός του.

Τα ονόματα των δύο πρωταγωνιστών έχουν πολύ ενδιαφέρουσα σημειολογία: Η ρίζα του «Έλιο» είναι η λέξη «ήλιος», ενώ «Όλιβερ» είναι ο καλλιεργητής της ελιάς. Ο ήλιος και η ελιά είναι δύο χαρακτηριστικά στοιχεία της μεσογειακής φύσης που είναι αλληλένδετα και εξαρτώνται το ένα από το άλλο, αλλά περισσότερο η ελιά είναι που έχει ανάγκη τον ήλιο. Θα μπορούσαμε δηλαδή να πούμε ότι αν και ο Όλιβερ είναι που δείχνει να έχει απόλυτη αυτοπεποίθηση και συναισθηματική ισορροπία, είναι αυτός που, στην πραγματικότητα, χρειάζεται την στήριξη του Έλιο, ο οποίος, μέσα στη σύγχυση που αντιμετωπίζει καθημερινά, διαθέτει έναν αυθορμητισμό κι ένα ένστικτο που τον καθοδηγούν πολύ πιο άμεσα. Ο Όλιβερ τελικά υποκύπτει στα κοινωνικά στερεότυπα και στον φόβο της κατακραυγής και προτιμά να καταπιέσει τον εαυτό του και, ουσιαστικά, να θυσιαστεί για τα μάτια του κόσμου. Αντίθετα ο Έλιο, από τη στιγμή που συνειδητοποιεί την σεξουαλική του ταυτότητα και αποδέχεται τον εαυτό του, δεν φαίνεται διατεθειμένος να κάνει υποχωρήσεις.

Αρκετές σκηνές φέρνουν στον νου τον Μόρις, κάτι που μάλλον έγινε συνειδητά, είτε από τον Γκουαντανίνο είτε από τον Άιβορι, σαν φόρος τιμής στην αξέχαστη ταινία του τελευταίου. Η σκηνοθεσία του Γκουαντανίνο είναι λιτή, με έμφαση στα πλάνα της ιταλικής εξοχής και εύστοχα καδραρίσματα των φωτογενών ηθοποιών του. Αυτό που έχει πετύχει περισσότερο είναι η ισορροπία ανάμεσα στη στατικότητα των πλάνων της πανέμορφης ιταλικής εξοχής και τον εσωτερικό γρήγορο ρυθμό της δράσης, που είναι σταθερός και αδιάκοπος. Κάτι που οφείλεται βέβαια και στους βασικούς πρωταγωνιστές, τον Τιμοτέ Σαλαμέ που ερμηνεύει εξαιρετικά τον μπερδεμένο και κάπως ατσούμπαλο Έλιο, και τον πανέμορφο Άρμι Χάμερ, που αποδίδει με τεχνική αρτιότητα τις λεπτές συναισθηματικές μεταπτώσεις του αινιγματικού Όλιβερ.

Η ταινία είναι διανθισμένη από τραγούδια της δεκαετίας του ’80. η ανασύσταση της οποίας είναι προσεκτική και συνεπής, ενώ ο πολυτάλαντος και πολυσχιδής Αμερικανός τραγουδοποιός Σουφγιάν Στίβενς έγραψε επί τούτου τρία τραγούδια που ερμηνεύει ο ίδιος («Futile Devices», «Visions of Gideon» και το διαμαντάκι «Mystery of Love»). Το Να με φωνάζεις με τ’ όνομά σου είναι υποψήφιο για βραβείο Όσκαρ σε τέσσερις κατηγορίες (Καλύτερης Ταινίας, Α΄ Αντρικού Ρόλου για τον Τιμοτέ Σαλαμέ, Καλύτερου Διασκευασμένου Σεναρίου για τον Τζέιμς Άιβορι, και Καλύτερου Πρωτότυπου Τραγουδιού για το «Mystery of Love»), και είναι αφιερωμένο στον ηθοποιό Μπιλ Πάξτον, ο οποίος απεβίωσε τον Φεβρουάριο του 2017.

Η ταινία προβάλλεται στους κινηματογράφους από τις 8 Φεβρουαρίου, από τη Feelgood.

 

 

πηγή : diastixo.gr