Κατερίνα Ι. Παπαντωνίου: «Σκοτεινό ασανσέρ» κριτική του Χρίστου Παπαγεωργίου

2016-12-06 13:06
Σκοτεινό ασανσέρ Κατερίνα Ι. Παπαντωνίου Τόπος


Ποια η διαφορά ανάμεσα σε ένα ελλειπτικό μυθιστόρημα και σε μια νουβέλα, θα αναρωτηθεί αμέσως μόλις κλείσει το βιβλίο ο υποψιασμένος αναγνώστης, γνωρίζοντας πως το πρώτο είδος αφορά σε μια πρωταρχική μυθική αναπαράσταση με μινιμαλιστικό τρόπο, ενώ το δεύτερο μπορεί να περικλείει εφαπτόμενες ιστορίες με κοινό κώδικα και ενιαίο ύφος. Έτσι τείνουμε να αποδεχθούμε την άποψη πως το Σκοτεινό ασανσέρ είναι μια σπονδυλωτή νουβέλα, που αποτελείται από τρεις μονομερώς δουλεμένες υποθέσεις, κοινό χαρακτηριστικό των οποίων αποτελεί αυτό το μέσο με το οποίο κινούμαστε ανάμεσα στους ορόφους των πολυκατοικιών.

Και τείνουμε να δεχθούμε πως το συγκεκριμένο λογοτέχνημα (ή πεζό;) αποτελεί ένα είδος νουβέλας, όχι τόσο συνηθισμένης στην πεζογραφία μας (παρά το γεγονός ότι οι πρωτοεμφανιζόμενοι στις μέρες μας κάνουν την είσοδό τους στο χώρο με τέτοια μέθοδο), και για έναν ακόμη λόγο, που έχει να κάνει με το τυπικό του πράγματος, με την τεχνική με την οποία δομείται, με την εικόνα όπως παρουσιάζεται, με τη δραματική ατμόσφαιρα που επιλέγεται, μια που τα γεγονότα είναι δραματικά, τέλος με την πυκνότητα της γλώσσας, η οποία –όντως πολυφωνική– στέλνει αλλεπάλληλα μηνύματα και φωνές, αναλύει κάθε βαθιά προσωπική παράμετρο, κάθε ενοχή που πηγάζει από την παιδική ηλικία, κάθε φοβική συμπεριφορά που απορρέει από εφηβικά τραύματα, κάθε ξενοφοβική συνισταμένη η οποία εμφανίζεται ακόμη και στην εξωτερική πλευρά και εμφάνιση του μετανάστη, κάθε πράξη αξιόποινη η οποία δεν συγχωρείται, ακόμη και αν είναι θεμιτή, και κάθε ντροπή που μπορεί ένα άτομο να αισθάνεται, βγαίνοντας από τη φυλακή και αντικρίζοντας και πάλι οικείους ανθρώπους.

Το πρώτο βιβλίο της Κατερίνας Παπαντωνίου είναι μια εξαιρετική νουβέλα που περιλαμβάνει τρεις ψυχοφθόρες ιστορίες, δομημένες η μία πίσω από την άλλη, και έχοντας υποστεί ένα εξαντλητικό (όπως στο σινεμά) και επώδυνο μοντάζ.

Το πρώτο βιβλίο, λοιπόν, της Κατερίνας Παπαντωνίου είναι μια εξαιρετική νουβέλα που περιλαμβάνει τρεις ψυχοφθόρες ιστορίες, δομημένες η μία πίσω από την άλλη, και έχοντας υποστεί ένα εξαντλητικό (όπως στο σινεμά) και επώδυνο μοντάζ. Η πρώτη έκφανση αφορά έναν μετανάστη, ο οποίος είναι ένοικος μιας πολυκατοικίας στο κέντρο το ιστορικό της Αθήνας, και ο οποίος κατηγορείται για κλοπή. Η ηρωίδα (μη σας παραξενεύει, υπάρχει γυναίκα ένοικος που δέχεται τους περισσότερους κραδασμούς) ανακρίνεται επανειλημμένα από τις αστυνομικές αρχές χωρίς να μπορεί να βοηθήσει διόλου. Στην ίδια πολυκατοικία μένουν και άλλοι άνθρωποι, οι οποίοι και δέχονται ανακριτικές «επιθέσεις», χωρίς κανείς να βοηθά και, ω του θαύματος, αφού δεν δίνεται καμιά λύση, αφού δεν μαθαίνουμε ποτέ το φινάλε του δρώμενου, βρισκόμαστε να παρατηρούμε την κόρη ενός βιοτέχνη, να αφηγείται στον πρόσφυγα στιγμές απ’ την παιδική της ηλικία, τις μειονεξίες που κληρονόμησε, τις πληγές που οι γονείς της άφησαν στην αθώα ψυχή της –ο άλλος απλώς ακούει–, τον πρώτο της έρωτα μετά το ξύπνημα της σάρκας, και ό,τι τελοσπάντων θεωρεί σημαντικό στη μέχρι τη συγκεκριμένη ώρα ζωή της (το ίδιο και η συγγραφέας για τη δική της). Κι εκεί που δεν ξέρουμε –δεν μαθαίνουμε δηλαδή τίποτα– για το πώς εξελίσσεται η σχέση των δύο νέων, πεταγόμαστε και πάλι σε μια δολοφονία, την οποία διέπραξε μια γυναίκα, σκοτώνοντας τον βίαιο και βάναυσο άντρα της. Η γυναίκα φυλακίζεται, εκτίει μέρος της ποινής της, και βγαίνει, βρίσκοντας καταφύγιο στο σπίτι της, απ’ όπου σχεδιάζει και πραγματοποιεί εξορμήσεις σε γνωστά μέρη στη γειτονιά και κάπως μακρύτερα. (Μην ξεχάσω να πω πως μου άρεσε ιδιαίτερα η χαρτογράφηση της πόλης, τα πάρκα, οι δρόμοι, τα κτίρια, παρότι γνωστά και υποβαθμισμένα.) Οι φίλοι, οι γείτονες, οι γνωστοί τής συμπεριφέρονται (ή, τελοσπάντων, έτσι νομίζει) με συγκατάβαση στο δράμα της, με λύπηση έστω, έτσι η γυναίκα κλείνεται στον εαυτό της και στο σπίτι της, βγαίνοντας πια ελάχιστα. Και οι τρεις ιστορίες δίνονται, όπως είπαμε, χωρίς το παραμικρό διαχωριστικό σημάδι μεταξύ τους, έτσι κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης θα πρέπει να είμαστε έτοιμοι για το ξαφνικό πέρασμα από τη μια στην άλλη.
Σκοτεινό ασανσέρ Κατερίνα Ι. Παπαντωνίου Τόπος

Θέλω, κλείνοντας, να κάνουμε μια πιο πρακτική συζήτηση γύρω από τα έργα των πρωτοεμφανιζόμενων, τα οποία, σε αντίθεση με άλλες εποχές, όπως το ‘30 ή στον μεταπόλεμο, είναι ευσύνοπτα, πιο προβληματισμένα (αποσκοπούν δηλαδή και στην απόλαυση που η λογοτεχνία προσφέρει αλλά και στη σκέψη γύρω από αυτήν), πιο περιεκτικά, πιο σύντομα, πιο παιγνιώδη. Πράγματι, αυτό συμβαίνει για πολλούς λόγους, σπουδαιότερος όμως είναι το διαδίκτυο, καθώς η συγκεκριμένη «γλώσσα» που κυκλοφορεί εκεί επηρεάζει συνολικά ολόκληρη την προσωπικότητα του γράφοντος, άρα και την εκφορά. Ένας άλλος λόγος που οι νέοι συγγραφείς κάνουν την πρώτη τους εμφάνιση με ολιγοσέλιδα πονήματα είναι τα σεμινάρια δημιουργικής γραφής. Όπως και να 'χει, όποιοι τρόποι και αν τροφοδοτούν την έννοια της μινιμαλιστικής εκφοράς, προσωπικά βλέπω την καταιγίδα αυτή των έργων μιας ανάσας όχι απλώς ως θετική αλλά, πολύ παραπάνω, ως απαραίτητη για το μέλλον της πεζογραφίας στη χώρα μας.

Η Παπαντωνίου με το πρώτο της βιβλίο θέτει γερές βάσεις, έχει όλα τα εφόδια, γράφει πραγματική λογοτεχνία. Θα περιμένουμε με πολύ ενδιαφέρον τα επόμενα βήματά της.

Σκοτεινό ασανσέρ
Κατερίνα Ι. Παπαντωνίου
Τόπος
120 σελ.
ISBN 978-960-499-196-9
Τιμή: €9,30
001 patakis eshop

 

 

 

Πηγή : diastixo.gr