Ηλίας Γκότσης: «Μια μικρή άγνωστη λύπη»

2018-05-21 10:45

Ηλίας Γκότσης: «Μια μικρή άγνωστη λύπη»

Σ’ αυτό το πολυφωνικό μυθιστόρημα, το πρώτο του Ηλία Γκότση, η γλώσσα που χρησιμοποιείται είναι η γλώσσα του τραύματος ή μάλλον η γλώσσα των πολλαπλών ψυχικών τραυματισμών, όπως εκφράζεται από πολλούς ομιλητές, που ο ένας βρίσκεται δίπλα στον άλλο ή και μέσα στον άλλον.

Ο αφηγητής, «κλέφτης ιστοριών και βιωμάτων», όπως αυτοπροσδιορίζεται, περιπλανιέται στα στέκια των απόκληρων, έχοντας πετάξει την κοινωνική του μάσκα, μεταμφιεσμένος σαν αυτούς, για να «κλέψει» τις ιστορίες τους.

Η πρώτη αφήγηση αφορά την ιστορία του Μιχάλη, που ο πατέρας του, αρχιτέκτονας μανιοκαταθλιπτικός, αυτοκτόνησε πέφτοντας απ' το παράθυρο όταν ο Μιχάλης ήταν 12 ετών. Η πρώτη εμφάνιση της κατάθλιψης, λίγα χρόνια πριν από την αυτοκτονία, είχε σαν αφορμή τον θάνατο μιας κοπέλας, λόγω κακοτεχνίας της πολυκατοικίας που κατασκεύαζε. Από τότε δεν ξαναδούλεψε, τριγύριζε στα δωμάτια και μονολογούσε, βυθιζόταν στη μελαγχολία. Το σπίτι κατακλύστηκε από τη μοναξιά, τη λύπη, τον φόβο, την παραίτηση. «Η μοναξιά και ο θυμός κατέτρωγαν τους τοίχους, τα έπιπλα, τα ρούχα, τα σερβίτσια» (σ. 349). Αυτά τα συναισθήματα, μετά τον θάνατο του πατέρα, πέρασαν και στον γιο. Ο Μιχάλης δεν μπόρεσε να δεχτεί αυτή την απώλεια. Ενσωμάτωσε τον νεκρό πατέρα στον ψυχισμό του και τον κράτησε άταφο μέσα του. «Εσύ έκανες το σώμα μου ξενιστή» λέει σε κάποια στιγμή στον πατέρα (σ. 309). «Μετά που πέθανες δεν άφησα κανέναν να με αγγίξει» (σ. 313).

«Η άρνηση του θανάτου και του πένθους κινητοποιεί τον μηχανισμό της ενσωμάτωσης ως “μαγική ίαση της απώλειας”, που οδηγεί στην “ψυχική έγκλειση” του νεκρού, όπως σχηματίζεται ένα κουκούλι γύρω από μια χρυσαλλίδα» λένε οι σπουδαίοι ψυχαναλυτές N. Abraham και M.Torok. Το κενό στον ψυχισμό, μέσα στο οποίο εγκλείεται ο αγαπημένος νεκρός, γίνεται κρύπτη.

Τι είναι μια κρύπτη; Ο φιλόσοφος J. Derrida δίνει μια απάντηση: «Μια κρύπτη δεν είναι ένας φυσικός τόπος, αλλά η ιστορία που σηματοδοτεί κάτι τεχνητό, μια αρχιτεκτονική, ένα τεχνούργημα: ένας τόπος που περιλαμβάνεται μέσα σε έναν άλλο, αλλά χωρίζεται αυστηρά από αυτόν… ο θύλακας της κρύπτης δημιουργεί μια απόσχιση από το γενικό διάστημα και έτσι μπορεί να απομονώνει, να προστατεύει, να προφυλάσσει από κάθε διείσδυση».

Τα μυστικά, τα δάκρυα, η ντροπή, η ενοχή, ο πόνος, που δεν μπόρεσαν να γίνουν λόγος, θαμμένα στην κρύπτη, δεν μπορούν να βγουν από κει. Ο φορέας της κρύπτης, ο Μιχάλης, γίνεται φύλακας του νεκροταφείου της μνήμης του πατέρα. Σιγά σιγά κλείνεται στον εαυτό του, παύει να μιλά στη μητέρα, που στάθηκε ανίκανη να εμποδίσει την αυτοκτονία του πατέρα, φεύγει απ’ το σπίτι και μιλούν πια μόνο στο τηλέφωνο. Το φάντασμα του πατέρα τον επισκέπτεται μόνο όταν καπνίζει «χόρτο». Τότε του μιλάει, τον ακούει, εκφράζει την τραγική αμφιθυμία του.

Η μητέρα βυθίζεται και αυτή στη σιωπή, αρνείται και αυτή την απώλεια του πατέρα, δεν πηγαίνει στον τάφο, δεν βάζει καν το όνομα του νεκρού πάνω του, τον αφήνει να χορταριάσει, φέρνει μέσα της, εγκιβωτίζει και αυτή τον νεκρό στη δική της κρύπτη. Τον χρόνο της από τότε που έφυγε ο Μιχάλης τον μοιράζει κάθε μέρα ανάμεσα στο παλιό τους σπίτι στο Μεταξουργείο, όπου ζούσαν όλοι μαζί, και στο μικρό της διαμερισματάκι στο Παγκράτι, όπου γύριζε το βράδυ να κοιμηθεί. Την ακούμε και αυτή σε ένα άλλο επίπεδο να αφηγείται την ιστορία της, την ιστορία του αδύνατου πένθους της.

Η γυναίκα αυτή δεν μπόρεσε να δεχτεί όχι μόνο αυτή την απώλεια, αλλά ούτε εκείνη μιας κόρης, η οποία δεν πρόφτασε να γεννηθεί. Της έβαζε πάντα το σερβίτσιο της στο οικογενειακό τραπέζι, όταν κάθονταν όλοι μαζί να φάνε. «Τα σερβίτσια είναι για τους απόντες» την ακούμε να λέει. Και αργότερα, όταν όλοι έχουν πεθάνει, ο Μιχάλης κάθεται να φάει βάζοντας και αυτός τρία άδεια σερβίτσια στο τραπέζι. Η μητέρα ζούσε πάντα με τα φαντάσματα. Η ορφάνια της, η απώλεια της κόρης που επιθυμούσε και δεν κατάφερε να φέρει στον κόσμο, η αρρώστια του πατέρα, που σιγά σιγά κλείστηκε στον εαυτό του και δεν μιλούσε σε κανέναν, ο θυμός του Μιχάλη και η φυγή του από το σπίτι όταν χάθηκε ο πατέρας, τη μετέτρεψαν σταδιακά σε μια απόκοσμη φιγούρα, κλεισμένη ερμητικά στον εαυτό της.

Στο παλιό σπίτι στο Μεταξουργείο, κάθε απόγευμα που έπινε τον καφέ της ετοίμαζε και ένα φλιτζάνι για τον επισκέπτη που περίμενε και δεν ερχόταν ποτέ. Να ήταν το φάντασμα του πατέρα ή της κόρης; Να ήταν το φάντασμα του Μιχάλη ή μήπως το φάντασμα οποιουδήποτε άγνωστου επισκέπτη, με τον οποίο θα μπορούσε να ανταλλάξει δυο κουβέντες και να βγει απ’ την απόλυτη μοναξιά της; «Άμα θα γινόταν το θαύμα και χτυπούσε το κουδούνι, θα καλωσόριζα τον επισκέπτη» λέει (σ. 229).

Ο Μιχάλης αφηγείται επίσης και την ιστορία ενός άλλου αυτόχειρα, του κ. Παναγιώτη, ο οποίος ζούσε σε διαμέρισμα μιας πολυκατοικίας που έχτιζε ο πατέρας του. Και ο κ. Παναγιώτης αυτοκτόνησε, πέφτοντας από το παράθυρο. Αφηγείται σε ένα άλλο επίπεδο και αυτός την ιστορία του, σημαδεμένη από τον φόβο, τη λύπη, τους ψυχαναγκασμούς, τη μοναξιά. Εγκαταλείφθηκε από τον πατέρα του, όταν ήταν δύο ετών. Τον περίμεναν αυτός και η μάνα του, αλλά δεν γύρισε ποτέ. Ο κ. Παναγιώτης δεν μπόρεσε ποτέ να δεχτεί την απώλεια. Δεν μπόρεσε να τον πενθήσει. Είχε και αυτός μια κρύπτη μέσα του.

Οι συναρπαστικές αφηγήσεις όλων των προσώπων που εμφανίζονται στο μυθιστόρημα σε κάνουν να αναρωτιέσαι ποιος ταυτίζεται με ποιον. Μήπως όλοι ταυτίζονται με όλους, σε διαφορετικούς χρόνους και σε διαφορετικά επίπεδα;

Δεκαπέντε χρόνια μετά τον θάνατο του πατέρα, πεθαίνει από τροχαίο και η μητέρα του Μιχάλη. Τη χτύπησε διερχόμενο αυτοκίνητο καθώς διέσχιζε τον δρόμο για ν’ αγοράσει καφέ από το ψιλικατζίδικο του κ. Νίκου, κρυφά ερωτευμένου, από πάντα θαυμαστή της. Ακούμε την αφήγηση και του κ. Νίκου, όπως ακούμε και αυτή του οδηγού που χτύπησε τη μητέρα, τις ενοχές που τον κατακλύζουν και που αργότερα θα οδηγήσουν και αυτόν στην κατάθλιψη και την αυτοκτονία. Ακούμε και τη γυναίκα του οδηγού, μια γυναίκα δίχως όνομα, που δεν μπόρεσε να τον βοηθήσει.

Ο Μιχάλης ειδοποιήθηκε τηλεφωνικά για το τροχαίο, ενώ βρισκόταν για διακοπές στην Αμοργό. Δεν βρήκε πλοίο αμέσως, έφθασε την ώρα της ταφής. Η μητέρα έζησε μια μέρα μετά το χτύπημα, τη συντρόφεψε καθισμένος δίπλα της ο κ. Νίκος, ο τελευταίος άνθρωπος στον οποίο άνοιξε την καρδιά της. Ο θάνατος της μητέρας συγκλόνισε τον Μιχάλη, που άρχισε πια να επισκέπτεται το νεκροταφείο. Όμως ξεχνά πού είναι ο οικογενειακός τάφος. Περιτριγυρίζει ανάμεσα στους τάφους και εξεγείρεται για τον άδικο θάνατο ενός μικρού παιδιού, για έναν θάνατο δίχως νόημα, όπως λέει. Τα βάζει με τον Θεό που είναι άδικος και βλαστημά τον παπά, τον εκπρόσωπο του στη γη. Διαπληκτίζεται και με τον φύλακα του νεκροταφείου.

Ο Μιχάλης ξαναγυρνά στην παλιά γειτονιά, στο εγκαταλελειμμένο, έρημο, παλιό σπίτι, που έχει τη δική του ιστορία, με τον ξεραμένο ευκάλυπτο στην αυλή, τις χορταριασμένες πλάκες, το σπίτι όπου ο πατέρας έγραφε τις νύχτες τις ιστορίες του, έγραφε στους τοίχους συνθήματα, ζωγράφιζε, έδινε ζωή στα δικά του φαντάσματα.

Εκεί όμως ξαναγυρνά και ο αφηγητής, ο «κλέφτης των ιστοριών». Συναντιούνται, ο αφηγητής τού επιστρέφει τις κασέτες που ηχογραφούσε καθώς άκουγε τις ιστορίες του. Του παραδίδει τα χειρόγραφα. Και ο Μιχάλης λέει «είναι δική σου ιστορία, όχι δική μου. Η ιστορία είναι παραμορφωμένη. Αναρωτιέμαι αν ήμουν εγώ που αφηγήθηκα μια παραμορφωμένη ιστορία ή ήταν αυτός ένας κακός ακροατής, που δεν άκουγε στ’ αλήθεια τίποτα απ’ όσα έλεγα».

Ανάμεσα στις αφηγήσεις και μέσα σε αυτές κυριαρχεί το συναίσθημα της λύπης, αρχικά μικρή, στο μέγεθος μιας παλάμης, που αρκεί να την αφήσεις να μπει στην τσέπη σου για να μην μπορέσεις ποτέ να την ξεφορτωθείς. Η λύπη σφραγίζει τη ζωή της οικογένειας, μοναχικός σύντροφος κάθε μέλους της, σε υπόγειες δαιδαλώδεις διαδρομές, μικρά ρυάκια στην αρχή που σιγά σιγά γίνονται χείμαρροι, σαν αυτόν που πλημμύρισε κάποτε το παλιό σπίτι στο Μεταξουργείο.

Στο λεξικό του Δημητράκου, η λύπη είναι συνώνυμο του ψυχικού πόνου και του πένθους. Το πένθος, λοιπόν, έχει βάλει τη σφραγίδα του εξαρχής στον ψυχικό κόσμο του παιδιού αλλά και του πατέρα, της δεύτερης αλλά και της πρώτης γενιάς. Πένθος για τις προσδοκίες που χάθηκαν, για έναν κόσμο μαγικό που ονειρευόταν ο πατέρας όταν έγραφε τους στίχους και τα συνθήματα στους τοίχους του παλιού σπιτιού. Πένθος για πρόσωπα αγαπημένα που διέκοψαν βίαια τη ζωή τους και χάθηκαν αφήνοντας πίσω τους ερείπια. Πένθος που έγινε λύπη και όχι θρήνος, όχι μοιρολόι και στοίχειωσε τους ζωντανούς-νεκρούς.

Μαζί με τη λύπη πάει και ο φόβος ο «παρδαλός», όπως τον αποκαλεί ο συγγραφέας. Στο λεξικό του Δημητράκου συνώνυμο του φόβου είναι η φυγή, ο «πανικός εξ ήττης». Αυτός ο πανικός έσπρωξε τον κ. Παναγιώτη στο κενό. «Τότε είδα τον Παρδαλό να έχει πιάσει αγκαζέ τον κύριο Τάκη και να τον τραβολογά από το μανίκι του και νόμισα πως είδα τον κύριο Τάκη να σπρώχνει τον Παρδαλό και πως θα ήταν αυτός που θα έπεφτε στο κενό. Αλλά όχι, δεν ήταν. Ήταν ο κύριος Παναγιώτης που έπεφτε και ακουγόταν η κραυγή του “θα σε πάρω μαζί μου, ρε κερατάααα, δεν θα γλιτώωωσεις”» (σ. 59).

«Μπερδεμένη ιστορία. Μπερδεύονται οι χρόνοι και τα πρόσωπα» (σ.384).

Πολυφωνικοί μονόλογοι ανάμεσα σε υποκείμενα που αλλάζουν ρόλους, μπαίνουν το ένα μέσα στο άλλο, κατασκευάζοντας το καθένα τη δική του αλήθεια και τη δική του πραγματικότητα, όπως τη βιώνει. «Η αλήθεια είναι ότι δεν καταλαβαίνω. Η αλήθεια είναι ότι δεν έχει καμία σημασία. Η αλήθεια είναι ότι νιώθω πως συναισθήματα με κατακλύζουν» (σ. 170).

Ο συγγραφέας ως ψυχοθεραπευτής βλέπει και τη δυνατότητα της ίασης του πάσχοντος. Ο Μιχάλης επισκέπτεται τον γιατρό, που του λέει ότι ζει ένα παρατεταμένο πένθος και ότι είναι καθηλωμένος στην ηλικία των 12 χρόνων, όταν αυτοκτόνησε ο πατέρας. Σε κάποια στιγμή τον προτρέπει να θάψει τον νεκρό πατέρα, δηλαδή να ανοίξει την κρύπτη που κουβαλά μέσα του και να ζήσει – να πάψει να λειτουργεί σαν ζωντανός-νεκρός. Τελικά, φαίνεται ότι η θεραπεία απέδωσε.

Προς το τέλος ο Μιχάλης είναι καλοντυμένος, πηγαίνει στη δουλειά του και απλά περνά για μια επίσκεψη κάποιες μέρες της εβδομάδας απ’ το παλιό σπίτι στο Μεταξουργείο, εκεί όπου έζησε τα παιδικά του χρόνια και όπου η μητέρα του πήγαινε κάθε μέρα και καθόταν μέχρι να βραδιάσει.

Οι συναρπαστικές αφηγήσεις όλων των προσώπων που εμφανίζονται στο μυθιστόρημα σε κάνουν να αναρωτιέσαι ποιος ταυτίζεται με ποιον. Μήπως όλοι ταυτίζονται με όλους, σε διαφορετικούς χρόνους και σε διαφορετικά επίπεδα; Είναι τυχαία, άραγε, η αναφορά στον Πεσόα;

Ο Ηλίας Γκότσης κατάφερε να μετουσιώσει τη «μικρή άγνωστη λύπη» του σε καλή λογοτεχνία, σε πολυφωνικό μυθιστόρημα μπαχτινικού τύπου, κάνοντας και την ίδια τη λύπη κάτι γνώριμο και οικείο σε όλους μας, κάτι δικό μας.

«Μήπως κάθε αφήγηση είναι ένας διαφορετικός τρόπος να ειπωθεί η ιστορία και να δημιουργηθεί μια άλλη πραγματικότητα;» λέει ο ίδιος ο συγγραφέας. Μήπως ο αφηγητής είναι μια περσόνα του Μιχάλη ή το αντίστροφο; Μήπως ο κ. Παναγιώτης είναι μια περσόνα του πατέρα ή και του ίδιου του αφηγητή; Μήπως η γυναίκα δίχως όνομα είναι μια περσόνα της μητέρας; Πρόκειται για έναν διαρκή αναστοχασμό πάνω στον άνθρωπο του σήμερα που κουβαλά το φορτίο της γενεαλογίας του, σαν τη χελώνα το καβούκι της. Η τραυματισμένη, η πληγωμένη ψυχή του πατέρα αντιλαλώντας, μέσα από τη λεγόμενη «συνήχηση», στην ψυχή του παιδιού, του Μιχάλη, του αφηγητή, του Παναγιώτη, μετέδωσε και τα φαντάσματά του, σαν μια βαριά κληρονομιά. Όμως μπορεί να μεταδίδονται διαγενεακά οι ντροπές, οι ενοχές, οι κρύπτες και τα αδύνατα πένθη μας, αλλά «η ζωή, η δύναμη βρίσκεται στην καρδιά, όχι στις ρίζες» λέει ο αφηγητής (σ. 333).

Και η κρίση που ζούμε, όπου μέσα της διαδραματίζονται όλα, είναι μια πληγή που αιμορραγεί ακατάπαυστα, συσσωρεύοντας βάσανα και λύπες στους ανθρώπους. Η Ελλάδα της κρίσης είναι η εικόνα των άστεγων που καταλαμβάνουν άδεια διαμερίσματα στο Μεταξουργείο, μέχρι την επόμενη σκούπα της αστυνομίας, που ψάχνουν στα σκουπίδια και τσακώνονται μεταξύ τους για τα σκουπίδια. Η Ελλάδα της κρίσης, όμως, έχει μέσα της και την εικόνα της ανάπηρης με το αμαξίδιο που αγγίζει ο χορευτής και την κάνει, αγγίζοντας τα ακροδάχτυλά της, να συμμετέχει κι αυτή στην έκ-σταση του μαγικού χορού.

Στην αφήγηση υπάρχει και ο Δεκέμβρης του 2008, ένα σημείο καμπής της πρόσφατης ιστορίας μας. Μια εικόνα που υπονοεί πολλά. Αστυνομικοί που χτυπούν αλύπητα όλοι μαζί μια κοπέλα, ο Μιχάλης που παρεμβαίνει για να την υπερασπιστεί, το άγριο κυνηγητό του από τους εξαγριωμένους αστυνομικούς και, στο τέλος, αφού κατάφερε να τους ξεφύγει, εμφανίστηκαν οι κρίσεις πανικού.

Ο συγγραφέας μέσα από αλλεπάλληλες αφηγήσεις δίνει και το δικό του στίγμα στη ζωή. «Απόκληροι και παρίες, διαχρονικοί και πιστοί σύντροφοι» λέει. Ο πατέρας τού έμαθε να αγαπά τον Ντοστογιέφσκι, τον Ντουρούτι, τον Γκόρκι. Μέσα του πολύ ψηλά στέκεται η ισπανική επανάσταση του 1936-39. Αναφέρεται επίσης στη Σάρα Κέιν και τον Κούντερα με την Αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι. Μιλά με πικρή νοσταλγία για την «επανάσταση που χάθηκε» και τα εκρηκτικά που είχαν βάλει οι αντάρτες στα θεμέλια του ξενοδοχείου «Μεγάλη Βρετανία» όπου έμενε ο Τσόρτσιλ τον Δεκέμβριο του 1944 και που η ηγεσία του ΚΚΕ δεν έδωσε ποτέ το σινιάλο της ανατίναξης, παρά τη μαζική σφαγή των αμάχων στην πλατεία Συντάγματος εκείνον τον Δεκέμβρη. Φαίνεται ξεκάθαρα το αίσθημα της πολιτικής διάψευσης των επαναστατικών οραμάτων του συγγραφέα, της πολιτικής του απελπισίας. Παρ’ όλα αυτά, παραμένει ένας οραματιστής «προσδοκώ εξέγερση νεκρών και επαναστάσεις αυτών» λέει (σ. 284).

Κυριαρχεί η πίστη του σε μια ζωή με νόημα. «Το νόημα είναι παντού και πουθενά, αρκεί να θελήσεις να το ανακαλύψεις» (σ. 273). Είναι εχθρός της ρουτίνας και της συμβατικότητας, που την ονομάζουν σήμερα «κανονικότητα». «Θα τιμωρηθείς για την έλλειψη πίστης στο απρόβλεπτο ή μάλλον για την υπερβολική πίστη στην κανονικότητα και την επανάληψη» λέει η μάνα στον γιο (σ. 275).

Τελικά, μήπως είναι ο άνεμος της Ιστορίας που φυσά ανάμεσα στα χαλάσματα κατεστραμμένων ζωών και σπρώχνει δυνατά προς τα εμπρός, σείοντας συθέμελα τις κρύπτες, που ανοίγουν πια και αφήνουν το ανείπωτο μέχρι τώρα περιεχόμενό τους να ξεχυθεί καθαρτικά προς τα έξω; Μήπως τελικά είναι η κρίση με τα τραύματα που προκαλεί στον καθένα που μας ταρακουνάει;

Μήπως τελικά είναι τα λόγια, που τώρα εκφέρονται ανοιχτά με τη μορφή αφηγήσεων, που γίνονται αληθινοί δεσμοί ανάμεσα σε πρόσωπα που έζησαν παράλληλες ζωές, μέσα στη λύπη και τη μοναξιά; Και τώρα αρχίζουν πια να συν-ευρίσκονται;

Μήπως, σε τελευταία ανάλυση, όλο το μυθιστόρημα δεν είναι παρά μια αλληγορία, όπως αυτή για την οποία μιλά ο σπουδαίος μαρξιστής φιλόσοφος Walter Benjamin στις Θέσεις πάνω στην Ιστορία πάνω στον πίνακα του Paul Klee Ο άγγελος της Ιστορίας; Εκεί ο «άγγελος της Ιστορίας» έχει γυρισμένη την πλάτη του στο μέλλον, ενώ στα πόδια του συσσωρεύονται ερείπια. Όμως φυσά δυνατός ο άνεμος της Ιστορίας και σπρώχνει τις φτερούγες του προς τα εμπρός.

ilias gkotsisΜήπως τελικά οι ήρωες του μυθιστορήματος, αυτά τα ερείπια της ζωής, δεν είναι παρά τα χαλάσματα που άφησε πίσω του ο σεισμός της ιστορίας, της προσωπικής και της κοινωνικής, ενώ η καταιγίδα που σάρωσε τα πάντα, όπως περιγράφεται στο μυθιστόρημα, κατάφερε να καθαρίσει τις βρομιές, να «αποκαθάρει» τα πάντα και να διώξει μακριά τα φίδια και τα φαντάσματα, να συμφιλιώσει τους ανθρώπους με το παρελθόν τους και με τον θάνατο;

Ο Ηλίας Γκότσης κατάφερε να μετουσιώσει τη «μικρή άγνωστη λύπη» του σε καλή λογοτεχνία, σε πολυφωνικό μυθιστόρημα μπαχτινικού τύπου, κάνοντας και την ίδια τη λύπη κάτι γνώριμο και οικείο σε όλους μας, κάτι δικό μας.

 

Μια μικρή άγνωστη λύπη
Πολυφωνικό μετα-αφήγημα
Ηλίας Γκότσης
Αρμός
400 σελ.
ISBN 978-960-615-101-9
Τιμή €16,50
001 patakis eshop

 

 

πηγή : diastixo.gr