Honoré de Balzac: «Σαραζίν» κριτική της Ανθούλας Δανιήλ

2016-07-06 10:46
Σαραζίν Honoré de Balzac Μετάφραση: Κώστας Κατσουλάρης Στερέωμα


Ο Σαραζίν του Honoré de Balzac είναι ένα κείμενο ικανό στον απόλυτο βαθμό να υπηρετήσει τον όρο της πληροφορητικότητας, να προξενήσει δηλαδή έκπληξη και αστραψιά στο πνεύμα του αναγνώστη και να τον βάλει σε διανοητική εγρήγορση. Να τον βομβαρδίσει με πληροφορίες για την κοινωνία της εποχής, τη μόδα, το ντύσιμο, το χτένισμα, τη διακόσμηση, αλλά και τις κρυφές σκέψεις των ανθρώπων του πλούτου και του χρήματος. Ο αναγνώστης γίνεται θεατής γιατί ο Μπαλζάκ στήνει την ιδέα της νουβέλας Σαραζίν καταφέρνοντας να εξαντλήσει όλες τις δυνατότητες της πληροφορητικότητας. Συγκεκριμένα, μαθαίνουμε για την κοινωνική κατάσταση, την αρχιτεκτονική, τη διακοσμητική, τη μόδα της εποχής, την αξία του χρήματος και των τίτλων ευγενείας, για τις εορτές και τη φύση έξω (πολύ λίγο), το ταλέντο του καλλιτέχνη (συγγραφέα, ήρωα και γλύπτη), τον παθιασμένο έρωτα, τη διάψευση, τη μουσική, τη γυναικεία ομορφιά, το πώς κρίνεις έναν άνθρωπο από τη φυσιογνωμία, εν ολίγοις, τα πάντα για την εποχή του. Αυτά σε ένα πρώτο επίπεδο, γιατί σε ένα άλλο προκύπτει και το θέμα του φύλου, η γοητεία του απατηλού φαίνεσθαι και η απελπισία από την αποκάλυψη του είναι.

Ψηφίδα-ψηφίδα, πινελιά-πινελιά, λέξη-λέξη ανεβαίνει η θερμοκρασία στην ερωτική ατμόσφαιρα και ταυτοχρόνως ετοιμάζεται η ανατροπή. Τίποτα δεν είναι ό,τι φαίνεται.

Ο συγγραφέας κάνει μια εντυπωσιακή είσοδο στο χώρο, στήνει θεατρικά και φαντασμαγορικά το σκηνικό του, τοποθετεί τους ηθοποιούς-ήρωές του στην ορχήστρα και ρίχνει τα φώτα πάνω στις ωραίες κυρίες και τους αριστοκρατικούς κυρίους, στα αστραφτερά κοστούμια και φορέματα, χτενίσματα, διαμάντια, λουλούδια που συναγωνίζονταν την ασημοχρυσοστολισμένη αίθουσα. Όλα τα συστατικά της εκθαμβωτικής ατμόσφαιρας και της μαγείας είναι παρόντα στο μέγαρο Ελιζέ Μπουρμπόν, όπου η αριστοκρατία έχει χορό. Ο αφηγητής, σχεδόν κρυμμένος πίσω από τις «πλούσιες πτυχώσεις» (από τάδε ύφασμα) που έχουν οι κουρτίνες, παρατηρεί έξω τα χιονισμένα δέντρα κάτω από τον σκοτεινό ουρανό, που μοιάζουν παραδομένα στον δικό τους χορό, έναν χορό νεκρών. Ο συγγραφέας με την παρομοίωσή του παραπέμπει στον πίνακα του Χανς Χολμπάιν (η πληροφορία είναι του μεταφραστή και εγώ με τη σειρά μου προσθέτω και το Dance Macabre, του Σεν Σανς, έργο του 1872-4. Ο Μπαλζάκ πέθανε το 1850, οπότε δεν είχε υπόψη του τον Σεν Σανς, ο Σαιν Σανς όμως είχε υπόψη του σίγουρα τον ένα και μάλλον και τον άλλο). Έξω, λοιπόν, χορεύουν οι νεκροί και μέσα οι λαμπροστολισμένοι ζωντανοί. Ο Μπαλζάκ συνειδητά και με μεγάλη μαστοριά καταφέρνει να σκηνοθετήσει την αντίθεση του μέσα-έξω, αλλά αξιοποιώντας όλα τα σύνεργα της αποπλάνησης, της μεγαλοπρέπειας, της αριστοκρατίας, την οποία βεβαίως θέτει σε αμφισβήτηση, τη λάμψη και τη γοητεία που στηρίζεται στο θεαθήναι και όχι στο είναι, και στήνει το μεγαλόπρεπο σκηνικό, ξηλώνοντάς το συγχρόνως. Και βεβαίως παρεμβάλλει και το σχόλιο ότι με το χρήμα μπορείς να αγοράσεις και τους τίτλους ευγενείας, αν και δεν μετράνε τόσο, εφόσον υπάρχει το χρήμα. «Σε καμιά άλλη χώρα δε γινόταν ίσως καλύτερα κατανοητό το αξίωμα του αυτοκράτορα Βεσπασιανού ‘‘το χρήμα δεν έχει οσμή’’», «αρκεί η υψηλή κοινωνία να γνωρίζει το ύψος της περιουσίας». Περί ύψους, λοιπόν, πρόκειται.

Σαραζίν Honoré de Balzac Μετάφραση: Κώστας Κατσουλάρης Στερέωμα

Οικοδεσπότης είναι ο άσχημος και κακοσουλούπωτος κύριος Λαντύ (αγνώστου «αριστοκρατικής» προελεύσεως αλλά πολύ πλούσιος) και σύζυγός του η πανέμορφη κυρία Λαντύ, της οποίας «η εκτυφλωτική ομορφιά αψηφά τις συνέπειες της ηλικίας». Τα παιδιά του, η πανέμορφη και πολυτάλαντη δεκαεξάχρονη Μαριανίνα, που καμιά δεν μπορούσε να την επισκιάσει «εκτός από την ίδια τη μητέρα της». Ο Φίλιπο, ο γιος, «ήταν ζωντανό ομοίωμα του Αντίνοου». Η οικογένεια «είχε όλη τη γοητεία ενός ποιήματος του λόρδου Μπάιρον». «Οι άνθρωποι αυτοί πρέπει να έχουν τεράστια περιουσία... Η πολυτέλεια είναι σχεδόν προκλητική», λέει ο ένας. «Μιλούσαν άπταιστα ιταλικά, γαλλικά, ισπανικά, και γερμανικά» λέει ο αφηγητής. «Άραγε ήταν τσιγγάνοι; Ή, μήπως, κουρσάροι;», ρωτάει κάποιος άλλος. «Ας είναι κι ο διάβολος ο ίδιος!... Δεξιώνονται υπέροχα», λένε κάποιοι νεαροί πολιτικοί. «‘‘Ευχαρίστως θα παντρευόμουν την κόρη του’’ αναφωνούσε ένας φιλόσοφος». «Οι θηρευτές μυστηρίων είχαν βρει σ’ αυτό το σπίτι ένα ανεξάντλητο ορυχείο», επανέρχεται ο αφηγητής. Εν ολίγοις, αυτή είναι η όψις του δράματος, η οποία ετοιμάζεται με μαεστρία να καταρρεύσει στη διάρκεια των λίγων σελίδων από τις οποίες απαρτίζεται η νουβέλα. Γιατί, όλη αυτή η προετοιμασία είναι το πλαίσιο μέσα στο οποίο ο Σαραζίν, γιος εισαγγελέα, ταλαντούχος, ιδιαίτερα ανήσυχη φύση, που μελετούσε ό,τι ήθελε κι όταν ήθελε, ζωγράφιζε, σκιτσάριζε, σκάλιζε στο ξύλο και διέπρεψε στη γλυπτική, ένας νέος Μιχαήλ Άγγελος, θα βρει τον διάβολό του. Στην Ιταλία θαμπώθηκε από τα αγάλματα, όμως «Η ψυχή του ανέβηκε στα αυτιά του και στα μάτια του» όταν μπήκε η Ζαμπινέλα, η πριμαντόνα, στη σκηνή, και πάνω της είδε «ολοζώντανες και λεπταίσθητες τις υπέροχες αναλογίες της γυναικείας φύσης». Η Ζαμπινέλα τού γίνεται εμμονή γιατί ο Σαραζίν, μετά τη γλυπτική, ερωτεύεται παράφορα τη Ζαμπινέλα και κάνει τα πάντα για την πλησιάσει, άλλα όταν φτάσει η κατάλληλη στιγμή αντιλαμβάνεται το ανέφικτο. Η Ζαμπινέλα είναι «ο» Ζαμπινέλα.

Ψηφίδα-ψηφίδα, πινελιά-πινελιά, λέξη-λέξη ανεβαίνει η θερμοκρασία στην ερωτική ατμόσφαιρα και ταυτοχρόνως ετοιμάζεται η ανατροπή. Τίποτα δεν είναι ό,τι φαίνεται.

Στο μέγαρο μέσα, και σχεδόν ετοιμόρροπος, περιφέρεται ένας εκατοντούτης κάτισχνος, αινιγματικός κύριος, σαν να είναι ήδη πεθαμένος. Με μια σειρά καλλιτεχνικών μεταμορφώσεων, ο Σαραζίν έφτιαξε ένα άγαλμα από πηλό, της Ζαμπινέλα, ένας άλλος το σκάλισε σε μάρμαρο, ένας ζωγράφος το τοποθέτησε μέσα σ’ έναν πίνακα, με τη μορφή του Άδωνι, τον Άδωνι αντέγραψε ως Ενδυμίωνα ο Ζιροντέ. Και το σημαντικότερο, η Ζαμπινέλα με την τέλεια γυναικεία ομορφιά ήταν το μοντέλο όλων των παραπάνω καλλιτεχνικών εκδοχών και ήταν άντρας∙ ο γηραιός κύριος. Ένας καστράτος τραγουδιστής της όπερας, ένας ευνουχισμένος. Η ιδανική γυναίκα, λοιπόν, η μοιραία για τον Σαραζίν, είναι άντρας, χωρίς να είναι άντρας. Αυτός η περιουσία, η φωνή και η ομορφιά του. Κι έτσι συντρίβεται όλο το αστραφτερό κρυστάλλινο οικοδόμημα της ιλλουσιόν.

Ο Μπαλζάκ συνειδητά και με μεγάλη μαστοριά καταφέρνει να σκηνοθετήσει την αντίθεση του μέσα-έξω, αλλά αξιοποιώντας όλα τα σύνεργα της αποπλάνησης, της μεγαλοπρέπειας, της αριστοκρατίας, την οποία βεβαίως θέτει σε αμφισβήτηση, τη λάμψη και τη γοητεία που στηρίζεται στο θεαθήναι και όχι στο είναι, στήνει το μεγαλόπρεπο σκηνικό, ξηλώνοντάς το συγχρόνως.

Στο «Επιμέτρο», ο Κατσουλάρης έχει συγκεντρώσει αφενός τις κριτικές μελέτες των Ζορζ Μπατάιγ, Ζαν Ρεμπούλ, Ρολάν Μπαρτ, Μισέλ Σερ, οι οποίοι ερμηνεύουν το φαινόμενο ο καθένας από τη σκοπιά του, και αφετέρου σχολιάζει το όνομα του Μπαλζάκ, του Σαραζίν και του/της Ζαμπινέλα σε σχέση με τα S/Z που το ένα έχει πάρει τη θέση του άλλου: Balssa/ Balzac, Sarrazin/Sarrasine. Μας λέει επίσης ότι οι ανδρόγυνες αυτές μορφές «εγγίζουν το ιδανικό της πληρότητας... Κι ίσως κάτι από το μέλλον μας».

Ένα εξαιρετικά μαγευτικό αφήγημα που ο αναγνώστης πρέπει να το διαβάσει αργά για να μπορέσει να αφεθεί και να ενδώσει στο κλίμα και στο μυστήριο.

Σαραζίν
Honoré de Balzac
Μετάφραση: Κώστας Κατσουλάρης
Στερέωμα
96 σελ.
ISBN 978-960-8061-45-3
Τιμή: €10,60
001 patakis eshop

 

Πηγή : diastixo.gr