Γιώργος Συμπάρδης: «Αδέλφια»

2018-11-01 18:58

Γιώργος Συμπάρδης: «Αδέλφια»

Το 1987 ο Γιώργος Συμπάρδης είναι 42 χρονών και κυκλοφορεί το πρώτο του μυθιστόρημα – το Μέντιουμ. Ώριμη ηλικία για πρωτοεμφανιζόμενο συγγραφέα, αλλά ίσως ακριβώς και γι’ αυτό, το μυθιστόρημα διαθέτει μια δική του ταυτότητα και ξαφνιάζει ευχάριστα τη λογοτεχνική κοινότητα εκείνης της εποχής, που υποδέχεται έργο και δημιουργό με θετικότατες κρίσεις.

Θα πρέπει να περάσουν έντεκα ολόκληρα χρόνια για να δώσει ο Συμπάρδης στη δημοσιότητα ένα νέο του μυθιστόρημα –Ο άχρηστος Δημήτρης– που κι αυτό με τον ίδιο ενθουσιώδη τρόπο η κριτική θα το αντιμετωπίσει. Με το Υπόσχεση γάμου, το 2011, ο εν λόγω συγγραφέας επανεμφανίζεται και κανείς δεν ξαφνιάζεται όταν θα τιμηθεί, μεταξύ και άλλων διακρίσεων, με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος.

Από τότε μέχρι τη χρονιά αυτή (2018), ο Γιώργος Συμπάρδης ελαττώνει τα χρονικά μεσοδιαστήματα κυκλοφορίας νέων μυθιστορημάτων. Το 2015 το Μεγάλες Γυναίκες και τώρα το Αδέλφια. Πέντε μυθιστορήματα μέσα σε ένα διάστημα τριάντα ενός χρόνων – μάλλον ολιγογράφος, λοιπόν, ο Γιώργος Συμπάρδης.

Δεν ανήκω σε όσους πιστεύουν πως ο χρόνος συγγραφής ενός μυθιστορήματος είναι βασικός υπαίτιος για την όποια ποιότητα μπορεί να διαθέτει το έργο. Και νομίζω πως η περίπτωση του Συμπάρδη δικαιώνει την άποψή μου αυτή. Γιατί και τα πέντε αυτά μυθιστορήματά του, άσχετα από τα χρονικά διαστήματα που μεσολάβησαν από τις εκδόσεις τους, διαθέτουν τα ίδια ποιοτικά χαρακτηριστικά, αλλά και ασφαλώς μια παρόμοια συγγραφική ματιά.

Στα πρώτα –αυτά που τα κατατάσσουν σε ιδιαίτερη θέση στη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία– είναι η ελλειπτική περιγραφή και η ιδιαιτέρως προσεγμένη γλώσσα. Ο Συμπάρδης καταφέρνει να γνωρίσει τους ήρωές του στον αναγνώστη του, προσφέροντάς του λεπτομέρειες της καθημερινότητάς τους και όχι εντυπωσιακές πράξεις ή σκέψεις τους. Όμως αυτές οι λεπτομέρειες εγγράφονται στην αναγνωστική εμπειρία, καθώς έχουν επιλεγεί με ιδιαίτερα προσεχτικό τρόπο ώστε, αν όχι η κάθε μια μόνη της, σίγουρα πάντως όλες μαζί να στήνουν εντέλει το υπαρξιακό αποτύπωμα του κάθε κεντρικού προσώπου.

Ο Συμπάρδης καταφέρνει να γνωρίσει τους ήρωές του στον αναγνώστη του, προσφέροντάς του λεπτομέρειες της καθημερινότητάς τους και όχι εντυπωσιακές πράξεις ή σκέψεις τους.

Αυτό, βέβαια, επιτυγχάνεται κυρίως με τη χρήση της γλώσσας. Στο τελευταίο δε αυτό μυθιστόρημα είναι πραγματικά εντυπωσιακή τόσο η επιλογή των –καθημερινών– λέξεων, όσο και η τοποθέτησή τους μέσα στις φράσεις: «Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο τα βόλευαν, το μαύρο των ρούχων της ηλικιωμένης ήταν πραγματικά μαύρο, καινούργιο, και τα χρώματα στα νεανικά φουστάνια της κόρης της ζωντανά. Και δεν έμοιαζαν να δυστυχούν, δεν φαινόταν να είναι οικονομικό το πρόβλημά τους».

Παράλληλα, η σύνταξη των προτάσεων λες και υποκύπτει σε έναν εσωτερικό ρυθμό πεζογραφικής ποίησης – το ρήμα τοποθετείται συχνά στο τέλος της φράσης. «Μια γειτόνισσα να είναι συγγενής μας και να μην έχει έρθει τόσο καιρό επίσκεψη στο σπίτι, πράγμα περίεργο δεν ήταν;»

Ένα ακόμα κοινό στοιχείο –η συγγραφική ματιά που πιο πάνω σημείωσα– είναι πως σε όλα τα μυθιστορήματα του Συμπάρδη, τα πρόσωπα που κυκλοφορούν στις σελίδες τους ανήκουν σε μια μικροαστική τάξη – τις περισσότερες φορές δε έτσι όπως εκφράστηκε αυτή η τάξη στις ανατολικές συνοικίες της Αττικής στα μέσα ή προς τα τέλη του 20ού αιώνα.

Αυτό συμβαίνει και στο μυθιστόρημα Αδέλφια. Δεκαετίες του ’50 και του ’60. Σε γειτονιά κάπου στα ανατολικά της πρωτεύουσας. Μια οικογένεια. Η μητέρα οικιακά, ο πατέρας με δικό του καφενείο. Και δυο αρσενικά αδέλφια.

Λίγα χρόνια χωρίζουν τα δυο αγόρια. Περισσότερες είναι οι αντιθέσεις τους. Ποιες είναι αυτές και από πού πηγάζουν; Ο Συμπάρδης, με την προσφιλή τακτική του, δεν θέλει να δώσει πολλές λεπτομέρειες. Ο αναγνώστης ας επιλέξει. Προσωπικά επέλεξα. Τη θεμελιακή, και γι’ αυτό ίσως και υπόγεια, αντιζηλία ανάμεσα στον πρώτο αδελφό, που κατέχει κάποια προνόμια και θέλει να τα διατηρήσει, και στον δεύτερο που, από τη μια σπρώχνεται προς τον θαυμασμό για τον μεγαλύτερο, και από την άλλη στην ανάγκη του να τον απομυθοποιήσει για να αναδυθεί το δικό του «εγώ».

Λογικό –εκεί άλλωστε στηρίζω και την προσωπική μου ανάγνωση– την ιστορία να την αφηγείται ο δεύτερος και, μάλιστα, κάποια στιγμή να δηλώσει πως είναι «συγγραφέας», άρα δημιουργός, και το βιβλίο που γράφει γίνεται η ίδια η ταυτότητα του αδελφού του. Ταυτότητα ή θηλιά αφηγηματική; «…και μέχρι τέλους θα μου ζηλεύεις όχι μόνο τις αμάραντες νίκες της νεότητας αλλά και την ήττα του “ευτυχισμένου τέλους”, ω, ναι, τα πάντα, ακόμα και την πρόωρη θανή μου, εσένα ρωτάω, γιατί δεν μ’ αφήνεις; Και πότε επιτέλους θ’ αφήσεις να ησυχάσω;»

Τις τελευταίες φράσεις όλης της αφήγησης θα γράψει ο πρωτότοκος – μάλλον θα του επιτρέψει να τις γράψει ο μικρός αδελφός, ίσως γιατί κι αυτός θέλει έτσι να δηλώσει τη μόνιμη ενοχή του.

Μυθιστόρημα, λοιπόν, ανάπτυξης αδελφικής αντιπαλότητας. Αλλά που παράλληλα είναι και ένα αφήγημα καταγραφής συνθηκών ζωής εκείνων των χρόνων. Ζωής, δηλαδή σχεδιάσματα χαρακτήρων, αναφορές σε κοινωνικές νόρμες, ανάδειξη οικονομικών παραμέτρων και επαγγελματικών κατευθύνσεων.

Ο Γιώργος Συμπάρδης, και με τον νέο ρυθμό έκδοσης των έργων του, εξακολουθεί να διατηρεί την ποιότητα και τα χαρακτηριστικά που τον καθιέρωσαν.

simpardisΠροσωπικά, μόνο μια ένσταση έχω να καταθέσω. Θα ήθελα λίγο πιο σύντομες να ήταν κάποιες σελίδες. Κυρίως αυτές που περιγράφουν με παρόμοιους τρόπους παρόμοιες στιγμές της οικογενειακής καθημερινότητας. Ίσως, αν κάτι τέτοιο είχε συμβεί, να είχα περισσότερο αναγνωστικά συμμετάσχει σε μια διαπάλη που αποτελεί άλλωστε και το δεύτερο επεισόδιο διαπροσωπικών σχέσεων στη Βιβλική εξιστόρηση της πορείας του Ανθρώπου στη Γη… Στον Κάιν και στον Άβελ, αναφέρομαι.

 

Αδέλφια
Γιώργος Συμπάρδης
Μεταίχμιο
312 σελ.
ISBN 978-618-03-1615-5
Τιμή €15,50
001 patakis eshop

 

 

πηγή : diastixo.gr