Έλσα Κορνέτη: «Αγγελόπτερα»

2017-10-05 17:10
 

«Να θυμόμαστε τι προσδοκά η ημέρα από τα μάτια μας, τι θέλει να εκφράσει ο χώρος με τη φωνή μας» – Dominique Grandmont.

«Θα τη βρεις τη φωνή σου / να την αναστήσεις / τη χαμένη / την κρυμμένη / την από χρόνια πεθαμένη φωνή σου». Θεωρώ πως αυτοί οι στίχοι της ποιήτριας Έλσας Κορνέτη απαντούν στην ως άνω αποστροφή του Dominique Grandmont και εκφράζουν τον κεντρικό κορμό της ποιητικής της συλλογής Αγγελόπτερα. Είναι ένα ξάφνιασμα ο τίτλος της συλλογής, φαντάζει ουτοπικός. Μα η ποιήτρια είναι αποφασισμένη να μιλήσει. Ν’ αναστήσει τη χαμένη φωνή των πραγμάτων, τον βαθύτερο λόγο τους, την κρυμμένη αλήθεια που αντιπροσωπεύουν. Αναζητεί τα πνευματικά φτερά των αγγέλων για να εκφράσει ό,τι έχει αποσιωπηθεί, όσα εκκρεμούν και πεθαίνουν μπροστά στα μάτια της. Θέλει να κάνει αισθητό το νοούμενο˙ τον σκοταδισμό των καιρών και την απαξίωση των ιδεών, που φτωχαίνουν την ύπαρξη.

«Η ποίηση είναι κριτική της ζωής» και η συλλογή Αγγελόπτερα αποτελεί εμβληματική πρόκληση στην ηθική κατάρρευση της εποχής μας. Οραματίζεται έναν κόσμο διαυγή «στο φάρδος του ονείρου» και ερευνά την «αθέατη θέαση των πραγμάτων», που δίνουν στη ζωή το στίγμα που της αξίζει για να την απεγκλωβίσουν από ένα αυτοαναιρούμενο και συνθλιβόμενο φαίνεσθαι. Η ποιήτρια ανήκει στους βλέποντες. Αρνείται την προσποίηση. Φωτίζει τα σκοτάδια του εγώ, τον φόρτο του μηδενός που κομίζει ο άνθρωπος. Γράφει: «ηθοποιοί πετούν τριγύρω μου σαν σμήνη… Σωσίες του διχασμού υποδύονται ανθρώπους». Σωσίες που ονομάζουν τον εκπεσμό «προωθημένο νεωτερισμό».

Με ποιητικό αισθητήριο, πνευματική συγκρότηση κι ελεύθερο δυνατό λόγο, η ποιήτρια Έλσα Κορνέτη μελετά, ειρωνεύεται, σαρκάζει τον υλιστικό αιώνα του τεχνολογικού πολιτισμού, που όλα είναι κατασκευασμένα, έναν κόσμο ψεύτικο, που έχει απομακρυνθεί από τις ρίζες της φυσικής ζωής («ήλιος με χάπια / άμμος με χάπια / χάπια χαλίκια») και κάνει τον σημερινό άνθρωπο να μοιάζει «ευτυχισμένος κάτοικος της “ΧΑΠΙLAND”»

Πρόκειται για τον τρόπο που απαξιώνεται και ξεχνιέται ο άνθρωπος. Το ον υπάρχει, μόνο όταν γνωρίζει τι είναι˙ ποια είναι η ουσία του. Τότε είναι πραγματικά παρόν στον εαυτό του και στο νόημα της ύπαρξής του, που είναι οι αξίες της ελευθερίας, της δικαιοσύνης, της αγαστής συντροφικότητας, της αλήθειας. Με λέξεις κενές χωρίς αντίκρισμα, με την «αδιάφορη πράξη» η αλήθεια σιγά σιγά ξεχνιέται. Έχει μια θαυμαστή δύναμη ελευθερίας και λόγου η φωνή της ποιήτριας, που πηγάζει από εγγενείς προδιαγραφές, βιωματική άσκηση και οραματισμό. Γράφει με το στήθος που είναι ισοδύναμο της αγωνίας. Μετέχει με την ψυχή και το συναίσθημα στα φανερώματα του πνευματικού και κοινωνικού βίου. Προχωρεί από την επιφάνεια στο βάθος που είναι η ουσία του ανθρώπου. Ο εαυτός της δεν κοιμάται ποτέ. Ξαναγυρνά στις αρχαίες πηγές και στις διαχρονικές αξίες, που έχουν το ύψος και το βάθος. Μας προτρέπει να ζωγραφίσουμε την καρδιά μιας πεταλούδας, που βιάζεται να ζήσει «το όλον του κόσμου» σε μία ημέρα. Αγωνιά ν’ αλλάξει, τώρα, το κατεστημένο, που το υλικό βάρος του βυθίζει τα φτερά των αγγέλων. Θα επιμένει, όπως γράφει, να ονειρεύεται «ακόμα και στην έρημο της ημέρας / εκεί όπου τα όνειρα αλέθονται στις μυλόπετρες της αλήθειας». Και η αλήθεια για την ποιήτρια είναι αυτό που αποκαλεί «εσωτερική θέαση», συμφωνία της νόησης με το αντικείμενο, λογική κανονικότητα χωρίς αντιφάσεις. Γνώση που να ισχύει για όλους. Ευαίσθητη με το δράμα και την οδύνη του κόσμου, η ποιήτρια διαμαρτύρεται με συγκινητική αθωότητα: «…μα εγώ αγαπώ τους αγγέλους», «ονειρεύομαι με μια καρδιά αερόστατο ν’ απογειωθώ», «κανένα σώμα δεν με χωρά / μόνο η γεωμετρία των ονείρων». Ενδύεται τ’ ανίκητα φτερά των αγγέλων.

Τα περισσότερα ποιήματα ακολουθούν το ζεύγος της ποιητικής πρόζας, αυτό που είναι το μη καθαρό κομμάτι του λόγου και αυτό που αναπνέει, το ρευστό, που περνά σαν υπόγειο ρεύμα στην ψυχή του αναγνώστη κι είναι το καθαρό κομμάτι του λόγου: το θαύμα που είναι η ποίηση. Ο στίχος είναι ελεύθερος, επεξεργασμένος, με διάσπαρτα μετανεωτερικά και υπερρεαλιστικά στοιχεία: κατάργηση της στίξης, σημειολογικά σχήματα, επαναλαμβανόμενες λέξεις και στίχοι προς επίταση, άγχος, αμφισβήτηση, σχήμα ασύνδετο, για μια εποχή που «τρέχει, τρέχει» χωρίς περίσκεψη, χωρίς τελεία αυτογνωσίας. Με ποιητικό αισθητήριο, πνευματική συγκρότηση κι ελεύθερο δυνατό λόγο, η ποιήτρια Έλσα Κορνέτη μελετά, ειρωνεύεται, σαρκάζει τον υλιστικό αιώνα του τεχνολογικού πολιτισμού, που όλα είναι κατασκευασμένα, έναν κόσμο ψεύτικο, που έχει απομακρυνθεί από τις ρίζες της φυσικής ζωής («ήλιος με χάπια / άμμος με χάπια / χάπια χαλίκια») και κάνει τον σημερινό άνθρωπο να μοιάζει «ευτυχισμένος κάτοικος της “ΧΑΠΙLAND”».

Ποίηση υπαρξιακή, πολύσημη με νοηματικό πλούτο, πολυδύναμη σε έννοιες από το καθολικά ισχύον. Με ζεστό λόγο, αμεσότητα και ψυχική αθωότητα βοηθά σε επίπεδο ουσίας. Η ποιήτρια έχει βρει «την φωνή της» –την κρυμμένη φωνή των πραγμάτων– ακονισμένη στη σιωπή. Και μιλά για όλους. Γράφει: «θα συντρίψω σήμερα την ελαφρότητα σε χίλια κομμάτια… η ευθραυστότητα ταιριάζει στους αναξιοπρεπείς». Προσκαλεί τον συν-άνθρωπο για συνοδοιπορία «στην ομοιότητα, τη διαφορετικότητα, την αίσθηση, την παραίσθηση, την ψευδαίσθηση, την ανησυχία». Γιατί, «αν δεν μπορούμε πια κατάματα να κοιταχτούμε, μπορούμε τουλάχιστον να συνεργαστούμε».

Γράφει: «Ίσως με συμπαθήσεις, όταν καταλάβεις πως είμαστε ίσοι, όταν ορθώνουμε την ασημαντότητα μπροστά στο πεπρωμένο, μπροστά στην τυραννία της Τέχνης». Είναι μέγα κατόρθωμα να σταθείς εκεί που τα αντίθετα συμπίπτουν στην ταυτότητα των αντιθέτων, στην άλλη όχθη, εκεί που συμφωνούν οι αντιθέσεις απ’ τις οποίες είμαστε φτιαγμένοι. Η ανθρώπινη φύση είναι οντολογικά «Ένα». Χάριν αυτής της ενότητας πρέπει ν’ αγαπούμε τον πλησίον μας σαν μέρος της ύπαρξής μας. Μετάβαση από την επιφάνεια στο βάθος. Αναζήτηση της καθαρής σχέσης. Μία πνευματική στάση του ανθρώπου στις σχέσεις του με τον συνάνθρωπο και το κοινωνικό σύνολο. Η ποιήτρια ονομάζει τη μοναξιά «εγκιβωτισμένο πόνο» και ακριβολογεί, γιατί η μοναξιά επανέρχεται, καθώς είναι πιο ισχυρή, αφού καταστατικά έχει προηγηθεί στη Δημιουργία. Ενστιγματικά αναθυμάται την αγνή συντροφικότητα της παιδικής ηλικίας: η Κορνέτη εξακολουθεί να παραμένει ένα παιδί με εξαιρετική ωριμότητα κι αισθαντικότητα. Είναι συγκλονιστικοί οι στίχοι: «Έλα κοντά μου μικρό κοριτσάκι, κι εγώ θα σου δώσω μια καραμέλα, ένα γαλάζιο χάπι να μην θυμώνεις, να μην τρως, να μην κοιμάσαι, να μη θυμάσαι, να μη γερνάς… […] Μη μεγαλώσεις. Σε ικετεύω, σε διατάζω, μη μεγαλώσεις…». Είναι ο ώριμος εαυτός της στην «ακρότητα των αισθήσεων». Εκεί που βλέπει τον εαυτό της μεγαλωμένο «με μια βαλίτσα διαψευσμένα όνειρα στα χέρια».

Οι φορτισμένες εικόνες για την σταδιακή φθορά που επέρχεται στην παιδική πρωτογενή αθωότητα, στην εκπτωτική επιρροή του λεγόμενου «πολιτισμού» στην εφηβεία, στη θηριωδία της κακοποίησης, τα εγκαταλειμμένα παιδιά, οι ερειπωμένες γυναίκες – μετανάστες στη μοίρα τους, ο υλισμός, η άνοδος της ασημαντότητας, ένα μόνο αντίδοτο έχουν, την ποίηση, το αντίδοτο στην αχαλίνωτη τεχνολογία της αγοράς. Κι ο Ποιητής είναι εκείνος που θυμάται. Η Έλσα Κορνέτη μέσα από το έργο της αναζητεί τον ίδιο τον πυρήνα της ύπαρξης στην ατομική και συλλογική της διάσταση και αξία. Πιστεύει πως η ζωή στον κόσμο και η ύπαρξη του κόσμου συνιστούν γεγονότα πολύ υψηλά. Με τα αγγελόπτερά της αναγγέλλει, απαγγέλλει, με δυνατό ποιητικό λόγο, μια άλλη στάση ζωής με συναίσθημα, στοχασμό και ελπίδα. «Κοιτά μ’ αθόλωτο μάτι όλα τα σκοτάδια», όπως λέει ο Καζαντζάκης.

Κάποτε ο αιώνας σκύβοντας επάνω της, δήθεν στοργικά, τη συμβούλευσε: «ο ταχύτερος δρόμος είναι η ευθεία». Μα αυτή απάντησε: «όχι ευχαριστώ, εγώ θα πάρω την καμπύλη».

Η Κορνέτη δίνει μια νέα μεταφυσική διάσταση του κόσμου. Γράφει: «Ο άγγελος προστάτης μου / μου πέταξε ένα φίδι / να πιαστώ ν’ αναρριχηθώ / να φτάσω στον (Π)πατέρα / όμως εγώ γλίστρησα…» Υπάρχει η αδήριτη ανάγκη μιας πίστης. Χωρίς μεταφυσική διάσταση ο άνθρωπος αισθάνεται ανέστιος στον κόσμο της ιστορίας, όπου το καλό και το κακό δεν υπάρχουν, έχουν μια απρόσωπη αφηρημένη διάσταση. Το κακό είναι η απουσία του καλού. Το καλό είναι συνώνυμο της αγάπης. Θεωρώ ευφυές εφεύρημα τον τίτλο του ποιήματος «Αλγάπη», ένα εξαιρετικό ποίημα άκρας ευαισθησίας: «…σήμερα θα σου μάθω τη λέξη Αλγάπη / το άλγος της αγάπης».

Θέλω να σταθώ ιδιαίτερα στην Έμμα Μποβαρύ (φανταστική συνέντευξη), ένα εξαιρετικό ποίημα μεταφυσικού, κοινωνικού και φιλοσοφικού στοχασμού: «Ο εαυτός μας είναι η μοίρα μας η οι πράξεις μας; – Το πεπρωμένο είναι ο μόνος ένοχος». Το τραγικό φανερώνεται σε κάθε ανθρώπινη ύπαρξη με τους ιδιαίτερους προσωπικούς ορισμούς του, με περιστατικά που χάραξαν την προσωπική ιστορία καθενός. Τραγικός είναι ο άνθρωπος που συντρίβεται, επειδή αποτολμά την παραβίαση παραδεδεγμένων αξιών (όπως η ηρωίδα της συνέντευξης Ε. Μπ.). Τραγικός είναι και ο άνθρωπος που έρχεται αντιμέτωπος με την ανεξιχνίαστη τάξη του κόσμου, τη μηχανική αιτιότητα, την απροσδιοριστία, το τυχαίο γεγονός, όλα όσα, αθροιστικά, δημιουργούν την «Ανάγκη» που γίνεται Μοίρα. Κι αυτός συντρίβεται. Όμως παραμένει όρθιος και φωτισμένος, από την «αθέατη θέαση». Στέκεται κατέναντι στην μοίρα˙ δεν υποτάσσεται. Υπερασπίζεται το τρισμέγιστο αγαθό της ζωής˙ αντιστέκεται στο ολόρθο κύμα του βίου. Είναι ο τραγικός ήρωας. Κι είναι σαφής ο προσδιορισμός της διαφοράς στην ιστορική μνήμη του τραγικού.

Τα Αγγελόπτερα έχουν μνήμη φωτεινή. Πιστεύουν στον άνθρωπο και στις δυνατότητές του να νικήσει το σκοτάδι και να ξαναϋπάρξει στη διαυγή αλήθεια του φωτός. Η εσωτερική θέαση του αληθινού φωτός είναι η πηγή του ωραίου, του αγαθού. Είναι συγκλονιστικός ο ύμνος της ποιήτριας για το φως: «Το φως ανιχνεύει. Το φως παρατηρεί. Το φως επαναλαμβάνει. Το φως ακολουθεί. Το φως χαϊδεύει την καμπυλότητα των γλυπτών και την στρεβλότητα της ιστορίας». Δεν πρόκειται ωστόσο για ένα συνηθισμένο φως: «Υπάρχει λοιπόν φως; – Εγώ βλέπω μόνο μαύρο φως».

Κάποτε ο αιώνας σκύβοντας επάνω της, δήθεν στοργικά, τη συμβούλευσε: «ο ταχύτερος δρόμος είναι η ευθεία». Μα αυτή απάντησε: «όχι ευχαριστώ, εγώ θα πάρω την καμπύλη». Φαίνεται πως η ποιήτρια προτιμά τη μινωϊκή κυματιστή καμπύλη από τον μαίανδρο. Διατηρεί στον κεντρικό πυρήνα της ποίησής της τον άνθρωπο και τις διαχρονικές αξίες του, που επέζησαν από γενιά σε γενιά και συνθέτουν τον πολιτισμό ενός λαού, και το δικαίωμά της να μιλήσει γι’ αυτά με τη γλώσσα της εποχής της. Οι δομικοί τρόποι μπορεί ν’ αλλάζουν μαζί με τις εποχές, αλλά αυτό είναι επιλογή και δικαίωμα του ποιητή.

Στη «Συνέντευξη» με την Έμμα Μποβαρύ η Κορνέτη γράφει: «Υπόσχομαι να μη σε τεμαχίσω. Υπόσχομαι να μη σε αναλύσω». Και είναι προφανής ο λόγος, «η ορθολογιστική προσέγγιση είναι ο θάνατος της Τέχνης». Θα συμφωνήσω. Και με πονά ιδιαίτερα η μαγεία της ποίησης, που χάνεται στην ανάλυση του ποιήματος. Με αυτή την έννοια νιώθω υπόλογη προς την ποιήτρια και προς την ποίηση, αφού σήμερα η ποίηση δεν μπορεί να είναι ρομαντικό τραγούδι. Κι αυτό το γνωρίζουν πολύ καλά τα Αγγελόπτερα των στίχων της Έλσας Κορνέτη.

 

Αγγελόπτερα
Έλσα Κορνέτη
Μελάνι, 2016
96 σελ.
ISBN 978-960-591-059-4
Τιμή: €10,00
001 patakis eshop

 

 

 

πηγή : diastixo.gr