Ελληνική πεζογραφία-Αργύρης Χιόνης: «Έχων σώας τας φρένας και άλλες τρελές ιστορίες» κριτική του Χρίστου Παπαγεωργίου

2016-08-26 22:05
Έχων σώας τας φρένας Και άλλες τρελές ιστορίες Αργύρης Χιόνης Κίχλη


Έχοντας πλέον στα χέρια μας, με την παρούσα συλλογή διηγημάτων, ολοκληρωμένο το έργο του αδικοχαμένου ποιητή και πεζογράφου Αργύρη Χιόνη, αρχίζουμε την εκτίμησή μας με την πραγματικά εξαίσια έκδοσή του, καθώς πλαισιώνεται από εισαγωγικό σημείωμα, επίμετρο, σχόλια για τα κείμενα, σημειώσεις της επιμελήτριας (η οποία δεν είναι άλλη απ’ την ψυχή των εκδόσεων Κίχλη Γιώτα Κριτσέλη). Μια αληθινή κιβωτός δηλαδή, ένα μνημείο όμοιο με αυτό που αξίζει η μνήμη του καλού φίλου που έφυγε απ’ τη ζωή, μια έκδοση που ναι μεν είχε σχεδιάσει ο ίδιος, χωρίς όμως να προλάβει να τη δει να πραγματοποιείται, και που την υλοποίησαν άνθρωποι οι οποίοι πίστεψαν στο ταλέντο του, στην αξία του και στο ήθος του, και οι οποίοι ξέρουν να διακρίνουν το ποιοτικό, και, τέλος, μια έκδοση στην οποία, πέρα απ’ τις όποιες άλλες παραμέτρους που μπορεί να υπεισέρχονται, η πρώτη και κύρια μέριμνα είναι να δοθούν στον κόσμο, στους αναγνώστες, προσεγμένες, δουλεμένες και δομημένες με ψυχή ιστορίες, τέτοιες που ο Αργύρης Χιόνης ήξερε πολύ καλά να ανιχνεύει.

Ο τρόπος με τον οποίο αφηγείται τις ιστορίες του ο Χιόνης είναι τόσο λεπτός, λεπτομερειακός και σαφής, που κυριολεκτικά του παραδίδεσαι.

Το βιβλίο που συζητάμε, λοιπόν, περιέχει εννέα μεσαία έως μεγάλα διηγήματα, κάποια εκ των οποίων «ανολοκλήρωτα», πράγμα που προσωπικά δεν διέκρινα και απλώς πείστηκα από τα λόγια της επιμελήτριας. Διότι ο Χιόνης μπορούσε πολύ εύκολα να συντμήσει ή να αναλύσει τους μύθους και τα θέματά του, όσο επιθυμούσε. Και παράλληλα, καθώς ήταν τελειομανής, δούλευε και ξαναδούλευε τα αφηγήματά του, άλλες φορές επιμηκύνοντας τις εμπνεύσεις του και άλλοτε σμικρύνοντάς τες, με την ίδια πάντα επιτυχία. Οι μύθοι αυτοί λοιπόν του Χιόνη είναι στη βάση τους βιωματικοί. Όσο και αν τοποθετεί λογοτεχνικά υλικά που πολλάκις εμπλουτίζουν την προσπάθεια, η ουσία είναι πως ό,τι περιγράφει, μέχρι τον άλφα ή τον βήτα βαθμό, τα έχει ζήσει. Για παράδειγμα, η Αριάγνη, ηρωίδα του τρομερού διηγήματος «Cavalleria cretese», που παραδόθηκε ως δολοφόνος του πατέρα του ερωτικού χαλαστή της –όπως ο ίδιος διαγράφει πεζογραφικά το γεγονός– ενώ στην πραγματικότητα ο δολοφόνος είναι άλλος. Ή η σχέση του με την αγαπημένη του γάτα, που φεύγει από Αθήνα, ταξιδεύει Βρυξέλλες, επανέρχεται στην ορεινή Κορινθία, και εν κατακλείδι έχει ένα άδοξο και άδικο φινάλε. Ή ο ήρωας του διηγήματος «Περί μαχαιριών», όπου ο πρωταγωνιστής χάνει την ανεκτίμητη συλλογή του από μαχαίρια μετά την εισβολή διαρρηκτών στο σπίτι του, και τη βρίσκει σε προθήκες, κλειδαμπαρωμένη στο ιατρείο του ψυχιάτρου στον οποίο καταφεύγει. Ή όταν διάσπαρτα αναφέρεται στα παιδικά του χρόνια στα Σεπόλια, είτε παίζοντας ποδόσφαιρο είτε δοκιμάζοντας κόλλυβα είτε διαβαίνοντας τις συνοικίες τριγύρω. Βέβαια δεν λείπει το παραμύθι, με την έντονη κρητική προδιάθεση (καθώς η μητέρα του κατάγεται απο τα Χανιά), δεν λείπει το χιούμορ στο ομώνυμο με τη συλλογή διήγημα, δεν λείπει η ερωτική απογοήτευση, που με τον καιρό επιδρά στα ηλικιωμένα άτομα, γενικώς δεν λείπει από το λογοτεχνικό σύμπαν του Χιόνη το ψυχολογικό και παιγνιώδες στοιχείο –στα όρια της τρέλας από τη λογική– μέσα από το οποίο μπόρεσε να επιζήσει, να δημιουργήσει, να αγαπήσει, να δρομολογήσει, να αποσαφηνίσει.

Έχων σώας τας φρένας Και άλλες τρελές ιστορίες Αργύρης Χιόνης Κίχλη

Ο τρόπος με τον οποίο αφηγείται τις ιστορίες του ο Χιόνης είναι τόσο λεπτός, λεπτομερειακός και σαφής, που κυριολεκτικά του παραδίδεσαι. Πράγματι, δημιουργώντας μια ατμόσφαιρα άκρως υποκειμενική, βαθιά και ενθουσιώδη, βάζει τον αναγνώστη στην περιέργεια να τον ακολουθήσει μέχρι την τελευταία σελίδα, και εκεί ο συγγραφέας αφενός ξεγυμνώνεται, ο δε αναγνώστης μετρά το μέγεθος του κειμένου μέσα στο οποίο περιπλανήθηκε με τεράστια αδημονία. Σημειώνεται πως ο Χιόνης, στα πλέον εσωστρεφή κομμάτια του, μεταφέρει στην ελληνική πεζογραφική πραγματικότητα τα γραπτά του Μπόρχες, πράγμα το οποίο επισημαίνω και προσωπικά, παρά το γεγονός ότι ο Χιόνης διέθετε τόσο χιούμορ, που ακόμη και το πιο δραματικό δεδομένο εξελίσσεται χαλαρά, ελαφριά και άψογα υπαρξιακά, ως τέτοιου τύπου φαινόμενο. Ο συγγραφέας δεν αλλάζει το ύφος των γραπτών του τραγικά, έτσι παρακολουθούμε δραματικές ιστορίες να μοιάζουν ευτυχείς, χαμηλόφωνα επεισόδια να φανερώνουν διαφορετικές όψεις και σημάδια, ενώ το κινηματογραφικό σασπένς στην ψυχοκοινωνική του εικόνα είναι κάτι το απολύτως φυσικό. Όσον αφορά, δε, τη γλωσσική εκφορά, εκεί φτάνουμε στο μεγαλείο της δουλειάς του Χιόνη, καθώς, καθαρή και διάφανη σαν νερό, όχι μόνο δεν δυσκολεύει τον αναγνώστη, αλλά το αντίθετο, του ανοίγει πόρτες συνεχώς μέχρι την έξοδο, με στόχο να φτάσει κάποιος στην ολοκληρωμένη ζωγραφική πινελιά ταυτόχρονα με το κομμάτι που διάβασε. Μια εκφορά, δηλαδή, που δεν πολυπιστεύει στις δυσκολίες τις οποίες ένας πεζογράφος προτιμά να θέτει κανονικά κατά τη διάρκεια της εξέλιξης, προκειμένου να γίνει από απλή διανοητική, το αντίθετο, εντελώς γυμνή, αποτελεί μεγαλύτερη πρόκληση, μεταφέρει περισσότερα στολίδια, και εμμένει στην αποκαθήλωση του δημιουργού, το πάτημά του στη γη και την πλήρη ταύτιση μαζί του, μια που ο ίδιος ούτε παραμελεί ούτε όμως και τον εξυψώνει σε σφαίρες αδιανόητες για εκείνον και τον ψυχισμό του.

Όσον αφορά τη γλωσσική εκφορά, εκεί φτάνουμε στο μεγαλείο της δουλειάς του Χιόνη, καθώς, καθαρή και διάφανη σαν νερό, όχι μόνο δεν δυσκολεύει τον αναγνώστη, αλλά το αντίθετο, του ανοίγει πόρτες συνεχώς μέχρι την έξοδο, με στόχο να φτάσει κάποιος στην ολοκληρωμένη ζωγραφική πινελιά ταυτόχρονα με το κομμάτι που διάβασε.

Η φιλολογική επιμέλεια την οποία υπέστησαν οι ιστορίες του Χιόνη, καλή και άγια, σαν μια όμορφη κορνίζα σε έναν υπέροχο πίνακα, σίγουρα επιβραβεύει ένα έργο σημαντικό, και σε καμιά περίπτωση δεν κόβει την ανάσα από κάποιες εμπνεύσεις αληθινά ανάμεσα στο παράλογο και τη λογική, και έτσι λειτουργεί, αν και όλοι οι αναγνώστες δεν είναι φιλόλογοι για να την αξιολογήσουν καλύτερα. Με δυο λόγια, η παράθεση του Χιόνη, έστω και σε μια παραμελημένη έκδοση –όχι εδώ που η φροντίδα είναι χυμώδης– θα φανέρωνε τις εκλεκτές της αρετές, τον ηθικό χαρακτήρα της, την ψυχολογική της κατακρήμνιση και την εν πολλοίς ανυστερόβουλη λογοτεχνική πρόθεση, σε μια προσπάθεια να αγαπηθεί, να συζητηθεί, να κριτικαριστεί, και να θέσει σε προβληματισμό τον τόσο απαράμιλλο κόσμο του συγγραφέα, ο θάνατος του οποίου μας έκανε όλους να ανατριχιάσουμε. Προσθέτοντας εν κατακλείδι, πως η διαφάνεια τόσο της σκέψης όσο και της γραφής του Χιόνη είναι τέτοια που μένει ως απορία –με την έννοια ότι σε μια εποχή που ο πειραματισμός είναι κάτι παραπάνω από ισχυρή πεζογραφική τάση υπάρχουν εργάτες των γραμμάτων, πεζογράφοι ή ποιητές, οι οποίοι λάμπουν με αστραφτερό τρόπο, με ελάχιστα εφόδια δημιουργίας επιπλέον, πλην των άλλων που αναφέραμε παραπάνω– στη σύλληψη της εικόνας και τη φυλάκισή της, μέχρις ότου έρθει η κατάλληλη στιγμή να εμφανιστεί.

Έχων σώας τας φρένας
Και άλλες τρελές ιστορίες
Αργύρης Χιόνης
Επιμέλεια: Γιώτα Κριτσέλη
Εικονογράφηση: Εύη Τσακνιά
Κίχλη
208 σελ.
ISBN 978-618-5004-46-0
Τιμή: €13,80
001 patakis eshop

 

Πηγή : diastixo.gr