«Εγκλωβισμοί» της Λήδας Ντόντου

2017-05-10 13:27
«Εγκλωβισμοί» της Λήδας Ντόντου

Φωτογραφία: Αλέξιος Μάινας


Χρυσαλλίδα

Μου μάθαιναν να υφαίνω από μικρή, σαν έρθει η ώρα να ’μαι έτοιμη. Η καθεμιά μας έπρεπε με το δικό της σάλιο να πλέξει το σάβανό της. Το μάθημα γινόταν αργά το απόγευμα, μετά το σχολείο. Καθισμένες στη σειρά γνέθαμε και τυλίγαμε στο αδράχτι, την μακριά ανθεκτική κλωστή, που έσταζε απ’ τα χείλη μας και περιελίσσετο στα στητά μικρά μας στήθη, στην αχόρταγη νεανική μας κοιλιά, μέχρι να γίνει κουβάρι πάνω στο εύπλαστο δακτυλιοειδές μας τελείωμα.
Στην αρχή, τα χέρια μου έτρεμαν, μην τύχει και ξεφύγει κάποιος κόμπος, μην τύχει και σπιλώσω το καθάριο υφαντό. Μα τώρα, έφηβη πια, η γνώση και η εμπειρία τόσων χρόνων με επιβραβεύουν. Χαϊδεύω με τις ρώγες των δαχτύλων το απαλό κουκούλι, που αντανακλά σαν καθρέφτης τις λάμπες της οροφής του εργαστηρίου, και εκεί μέσα καθρεφτίζω μαζί και όλα μου τα όνειρα. Η εποχή του μεγάλου ύπνου πλησιάζει. Τυλιγμένη στην αγκαλιά του μεταξιού, θα σκοτώσω τη δύσμορφη, μακριά και γλοιώδη απόληξη του κορμιού μου και θα περιμένω η μεταμόρφωση –αυτή η ευπρόσδεκτη μορφή θανάτου– να συντελεστεί. Το ξέρω, το έχω δει να γίνεται και ζω με τούτη την προσμονή, για τη στιγμή που θα ξαναγεννηθώ και τα φτερά της αναγέννησης θα με στείλουν στους ουρανούς. Λυπάμαι μόνο που στην έξοδο θα χρειαστεί να σχίσω το μεταξωτό νεκροσέντονό μου.

 

Τζάσμιν

Πρώτη φορά που την αντίκρισα ήταν ανήλικη, απεριποίητη, μια σταλιά μέσα στη χούφτα μου. Το συνοικέσιο έλαβε χώρα στο γωνιακό μαγαζί με την φρεσκοπερασμένη ροζ επιγραφή: Άνθη–Φυτά. Τα κάλλη της τα είχα γνωρίσει μόνο από φωτογραφίες, καμία άλλη επαφή δεν είχε προηγηθεί. Οι μεσάζοντες –βλέποντάς με πρωτάρη– έδωσαν τις ζωτικές συμβουλές για την καρποφορία της σχέσης. Μίλησαν για αγάπη, χάδια, για το φως και το νερό. Την έφερα στο σπίτι, στην αγκαλιά μου σαν νυφούλα και υποσχέθηκα στον εαυτό μου να ριζώσει. Τη φύτεψα στο μαξιλάρι, εκεί στο κοίλο αποτύπωμα, να απλώσει τα ξανθόλευκα μαλλιά της. Της έδωσα να πιει το σάλιο μου, το σπέρμα μου, τα δάκρυά μου. Της μίλησα για μέρη εξωτικά, για τους προγόνους της, για μένα και τον έρωτα και εκείνη –κάθε φορά– ανοιγόκλεινε τα σέπαλα και φούντωναν από μέσα οι ανθοί της. Πέρασε ο καιρός και το κορμί της αναπτύχθηκε, σκλήρυνε, εξαπλώθηκε στα δωμάτια και άρχισα να ζω στη σκιά του πυκνού φυλλώματος, άβουλος στις βουλές της. Μια μέρα άλλαξε την κλειδαριά, κλείδωσε το άρωμά της, κλείδωσε το διοξείδιο και με νανούρισε.


 

Ρόζα

Η γυναίκα με τα αναρριχώμενα κλαδιά και το όνομα Ρόζα καθόταν από ώρα στο πλατύσκαλο της εισόδου. Κάπνιζε ράθυμα το άφιλτρο τσιγάρο της και απολάμβανε τον απογευματινό ήλιο, που χτύπαγε την ξεθωριασμένη πρόσοψη και τα κλειστά παντζούρια του πορνείου, καίγοντας ελαφρά το δέρμα της. Ήταν νωρίς και επωφελούμενη της ερημιάς, έλυσε τα σχοινιά του κορσέ και επέτρεψε στα πλαδαρά της στήθη να ξετυλιχθούν πάνω στην κοιλιά. Πιο κάτω, στην αρχή του εφηβαίου, ξεπρόβαλαν τα μαραμένα πέταλα μιας ξεχασμένης νιότης, που παρέμεναν ενάντια στο χρόνο, γατζωμένα στο μίσχο που ξεμυτούσε ανάμεσα στα ιδρωμένα ανοιχτά της πόδια. Βλάσταινε και τώρα κι ας είχαν κιτρινίσει τα φύλλα της κι ας είχαν λειανθεί τα αγκάθια που έντυναν τα άκρα της. Ήταν οι μόνιμοι, εκείνοι που θυμούνταν την πάλαι ποτέ ανθοφορία, που πότιζαν και κλάδευαν ακόμα τον υπερώριμο ανθό της. Στα ρουθούνια τους είχαν συγκρατήσει ζωντανό το λιγωτικό άρωμα της και πρόθυμοι έσκυβαν να μυρίσουν. Γι’αυτούς –τους λίγους και εκλεκτούς– έγδερνε γι’ άλλη μια φορά το πετσί της και πλάθοντας ακάνθινα στεφάνια, τους έστεφε βασιλιάδες.

 
 

Η Λήδα Ντόντου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1982. Σπούδασε οικονομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στο Στρασβούργο. Ασχολείται με τη ζωγραφική (εκθέσεις σε Ελλάδα και εξωτερικό, εικονογράφηση εξωφύλλων) και τη συγγραφή. Κείμενά της έχουν αναρτηθεί σε ηλεκτρονικά περιοδικά. Προσεχώς θα εκδοθεί η πρώτη της συλλογή με μικρά πεζά. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα.

 

 

πηγή : diastixo.gr