Αρετή Αδαμοπούλου σε α' πρόσωπο

2020-06-15 14:24

Αρετή Αδαμοπούλου

Η ιστορία της τέχνης φαίνεται ενδιαφέρον αντικείμενο στο ευρύ κοινό – περισσότερο, για παράδειγμα, από την οικονομική ή την πολιτική ιστορία. Σίγουρα προσθέτει συμβολικό κεφάλαιο στους επαγγελματίες της, επειδή υπονοεί μια αύρα εκλέπτυνσης και πολιτιστικού στάτους. Σπάνια έχω επισκεφθεί κοινωνικό ή επαγγελματικό χώρο και η συζήτηση να μην περιστραφεί γύρω από το γνωστικό μου αντικείμενο. Όμως, όταν αναφέρω ότι θέμα της έρευνάς μου είναι η ψυχροπολεμική πολιτιστική διπλωματία, όπως εκφράστηκε μέσα από περιοδεύουσες εικαστικές εκθέσεις, η ατμόσφαιρα σοβαρεύει και εισπράττω βλέμματα απορίας. Προφανώς οι άνθρωποι περιμένουν άλλα πράγματα από έναν ιστορικό τέχνης: ένα πιο «ανάλαφρο» θέμα (κρυφές πτυχές της ζωής των καλλιτεχνών, ακραίες καλλιτεχνικές εκφράσεις των τελευταίων 20-30 ετών κ.ά.) ή πάντως κάτι πιο ελκυστικό για τη σημερινή καθημερινότητα από κρατικές, διπλωματικές αποστολές που έγιναν 60 ή 70 χρόνια πριν.

Ωστόσο, όταν ξεκίνησα την έρευνά μου για σημαντικές διεθνείς περιοδεύουσες εκθέσεις που ήρθαν στην Αθήνα τις δεκαετίες 1950 και 1960, με γοήτευσε η δυναμική αυτής της περιόδου. Μέσα από αρχεία και κείμενα είδα πότε και με ποιον τρόπο, αργά, σταδιακά, συχνά με αβέβαια βήματα, έπαιρναν σχήμα πολλές από τις βεβαιότητες του παρόντος. Πότε, πώς και γιατί, για παράδειγμα, μάθαμε να θεωρούμε τις μεγάλης κλίμακας διεθνείς εκθέσεις τύπου Μπιενάλε τον κανόνα για τη σύγχρονη τέχνη; Πώς καταλήξαμε στο ότι Μεγάλοι Δάσκαλοι εντοπίζονται και στη μοντέρνα τέχνη; Πώς ο Ματίς, ο Πικάσο και o Σεζάν αναδείχθηκαν σε μεγάλα αστέρια της τέχνης και τελικά σε μια νέα Ακαδημία; Πότε γεννήθηκε η ιδέα της πολιτιστικής κληρονομιάς; Τι σήμαινε νομοθετικά και πρακτικά η ίδρυση σημαντικών θεσμών στον χώρο του πολιτισμού (UNESCO, ICOM, AICA) σε παγκόσμιο επίπεδο; Πότε αρχίσαμε να θεωρούμε χρήσιμο ή δεδομένο το να ταξιδεύουν έργα τέχνης, ώστε να παρουσιάζονται ως πρεσβευτές ενός κράτους και να χρησιμοποιούνται εντατικά στο πεδίο της πολιτιστικής διπλωματίας ή ακόμη και της τουριστικής ανάπτυξης; Πώς εκφράστηκε ο ανταγωνισμός μεταξύ ΗΠΑ και ΕΣΣΔ στο πολιτιστικό πεδίο και πώς αντιδρούσαν τα κράτη της δυτικής Ευρώπης; Και αφού μιλάμε για την ελληνική περίπτωση, πώς επέδρασαν εξωγενείς παράγοντες και πώς αντέδρασαν οι εσωτερικές δυνάμεις της χώρας στην οικοδόμηση του μεταπολεμικού πολιτισμικού πεδίου; Ήταν τόσο πολλά τα ερωτήματα που εγείρονταν, ώστε το ουσιαστικό πρόβλημα ήταν πώς να τα ιεραρχήσω και τι να προβάλω από ένα ευρύτατο πεδίο, πώς να δομήσω μία αφήγηση με νόημα.

Οι εικαστικές εκθέσεις είναι σύνθετα γεγονότα, με πολλούς πρωταγωνιστές (καλλιτέχνες, έργα, επιμελητές, διοργανωτές, θεσμικούς φορείς, χρηματοδότες). Αφορούν όχι μόνο στις στιλιστικές επιλογές των εκτιθέμενων έργων, αλλά και στις πολιτικές επιλογές όσων τις οργανώνουν και άρα στην εκθεσιακή αφήγηση που κάθε φορά προβάλλεται. Όταν μια μελέτη για εκθέσεις επιχειρεί να τις εντάξει και στο ιστορικό τους πλαίσιο, το εγχείρημα γίνεται πολύ πιο σύνθετο. Το στοίχημα που έθεσα στον εαυτό μου γράφοντας αυτό το βιβλίο ήταν να μεταδώσω το ενδιαφέρον μου σε όσο το δυνατόν περισσότερους ανθρώπους. Να είναι μία ιστορική μελέτη που να μπορεί να διαβάσει και κάποιος χωρίς εξειδικευμένες γνώσεις και να μπορεί να μεταφερθεί νοερά στις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες. Επίσης, ως επιστημονικό κείμενο, ήθελα να αφορά όχι μόνο τους ιστορικούς τέχνης αλλά και άλλους ερευνητές: αρχαιολόγους, μουσειολόγους, ερευνητές των πολιτισμικών σπουδών, όσους εμβαθύνουν σε ζητήματα συλλογικής και δημόσιας μνήμης, διαμόρφωσης εθνικής ταυτότητας και ιστορικούς.

Μέσα από αρχεία και κείμενα είδα πότε και με ποιον τρόπο, αργά, σταδιακά, συχνά με αβέβαια βήματα, έπαιρναν σχήμα πολλές από τις βεβαιότητες του παρόντος.

Διάλεξα να ασχοληθώ με την Ελλάδα όχι για τον αυτονόητο λόγο ότι ζω εδώ και ανήκω στο εγχώριο ακαδημαϊκό σύστημα, αλλά επειδή θεωρώ ότι συνιστά μία ιδιαίτερη περίπτωση διαμόρφωσης εθνικής ταυτότητας και πολιτιστικής παραγωγής. Αν και η μοντέρνα εικαστική παραγωγή της, ήδη από τον 19ο αιώνα, ήταν προσανατολισμένη σε ό,τι συνέβαινε κυρίως στο Μόναχο και στο Παρίσι, δεν υπήρχε καμία δημόσια συλλογή έργων τέχνης του Μεσαίωνα, της Αναγέννησης, του Μπαρόκ ή και πιο πρόσφατα του 18ου και 19ου αιώνα, που να έχουν παραχθεί εκτός συνόρων. Οι Έλληνες θεωρούσαν τον πολιτισμό του παρελθόντος τους τη βάση της ευρωπαϊκής κουλτούρας, αλλά η σύνδεσή τους με την υπόλοιπη Ευρώπη είχε διαρραγεί αιώνες πριν. Πώς, λοιπόν, αυτή η χώρα προσανατολίστηκε στις μεταπολεμικές δυτικές πολιτιστικές αξίες;

Αποφάσισα να συζητήσω σε έκταση πέντε εκθέσεις, καθεμία από τις οποίες εξετάζω με βάση έναν διαφορετικό άξονα: τη φωτογραφική έκθεση Οικογένεια του Ανθρώπου (1958) για τη δράση της αμερικανικής υπηρεσίας πληροφοριών στην Ελλάδα, την έκθεση της συλλογής Σταύρου Νιάρχου (1958) σχετικά με την καθιέρωση της μοντέρνας τέχνης ως μιας νέας Ακαδημίας στη Δύση, την έκθεση Ο Caravaggio και οι συνεχιστές του (1962) ως μία περιοδεύουσα έκθεση στο νέο πλαίσιο των διακρατικών ανταλλαγών, την ιστορικής σημασίας Βυζαντινή τέχνη – Τέχνη ευρωπαϊκή (1964) ως τη συμμετοχή της Ελλάδας σε σημαντικά θεσμικά πλαίσια όπως το Συμβούλιο της Ευρώπης και, τέλος, την εντελώς πρωτότυπη Παναθήναια γλυπτικής (1965), την πρώτη ελληνική παραγωγή που αφορούσε στη μοντέρνα γλυπτική και είχε όλα τα μεταπολεμικά δυτικά χαρακτηριστικά.

Τελικά, συνειδητοποίησα ότι το πιο δύσκολο εγχείρημα είναι να μιλήσει κανείς για μια περίοδο που φαίνεται οικεία, πρόσφατη ή όμοια με τη δική μας, αλλά αναδεικνύεται σε σημαντικά ανοίκεια, μακρινή και ιδιότροπα ανόμοια.

 

Τέχνη & ψυχροπολεμική διπλωματία
Διεθνείς εικαστικές εκθέσεις στην Αθήνα (1950-1967)
Αρετή Αδαμοπούλου
University Studio Press
424 σελ.
ISBN 978-960-12-2444-2
Τιμή €32,00
001 patakis eshop

 

 

πηγή : diastixo.gr